Anonymous

ποικιλάνιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικιλάνιος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.
|lstext='''ποικιλάνιος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux rênes de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[ἡνία]].
}}
}}