Anonymous

νάφθα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νάφθᾰ''': ἡ, τὸ «νέφτι» ([[Περσιστὶ]] naft), [[εἶδος]] διαφανοῦς καὶ εὐφλέκτου ἐλαίου λαμβανομένου ἐκ τῆς Βαβυλωνιακῆς ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 101· - ἀρσεν. ὀνομαστ. νάφθας ἀπαντᾷ παρὰ Στράβ. 743· καὶ οὐδ. [[νάφθα]] μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 700. 56, Σουΐδ.: γεν. τοῦ [[νάφθα]] Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Ἀλέξ. 35.
|lstext='''νάφθᾰ''': ἡ, τὸ «νέφτι» ([[Περσιστὶ]] naft), [[εἶδος]] διαφανοῦς καὶ εὐφλέκτου ἐλαίου λαμβανομένου ἐκ τῆς Βαβυλωνιακῆς ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 101· - ἀρσεν. ὀνομαστ. νάφθας ἀπαντᾷ παρὰ Στράβ. 743· καὶ οὐδ. [[νάφθα]] μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 700. 56, Σουΐδ.: γεν. τοῦ [[νάφθα]] Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Ἀλέξ. 35.
}}
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>indécl.</i><br />naphte, sorte de bitume.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt oriental.
}}
}}