Anonymous

προσκύπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκύπτω''': [[κύπτω]] [[πρός]] τινα, [[ὅταν]]… προσκύψασα φιλήσῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφὼς Πλάτ. Πολ. 449Β· πρ. τινὶ πρὸς τὸ οὖς, [[κύπτω]] [[πρός]] τινα καὶ [[ψιθυρίζω]] πρὸς τὸ οὖς [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 275Ε· οὕτω, πρ. [[πρός]] τινα Ἀθήν. 181F.
|lstext='''προσκύπτω''': [[κύπτω]] [[πρός]] τινα, [[ὅταν]]… προσκύψασα φιλήσῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφὼς Πλάτ. Πολ. 449Β· πρ. τινὶ πρὸς τὸ οὖς, [[κύπτω]] [[πρός]] τινα καὶ [[ψιθυρίζω]] πρὸς τὸ οὖς [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 275Ε· οὕτω, πρ. [[πρός]] τινα Ἀθήν. 181F.
}}
{{bailly
|btext=se pencher vers, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κύπτω]].
}}
}}