Anonymous

ἐλατός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλατός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐλαύνω]], ἐπὶ μετάλλου ὃ δύναταί τις νὰ ἐλάσῃ, νὰ πλατύνῃ διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6. 12, κ. ἀλλ.˙ περὶ τοῦ ἐλ. [[χαλκός]], ἴδε Μυλλ. Ἀρχ. Τέχν. § 306. 4.
|lstext='''ἐλατός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐλαύνω]], ἐπὶ μετάλλου ὃ δύναταί τις νὰ ἐλάσῃ, νὰ πλατύνῃ διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6. 12, κ. ἀλλ.˙ περὶ τοῦ ἐλ. [[χαλκός]], ἴδε Μυλλ. Ἀρχ. Τέχν. § 306. 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />ductile <i>en parl. d’un métal</i> ; martelé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλαύνω]].
}}
}}