Anonymous

ἐπιάχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιάχω''': ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, κατόπιν ἀγορεύσεώς τινος, ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπίαχον Ἰλ. Η. 403, Ι. 50. 2) βοῶ, [[κραυγάζω]], ὅσσον τ’ [[ἐννεάχιλοι]] ἐπίαχον Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148, πρβλ. [[ἐπευφημέω]] ῑ ἐν τῷ παρατ. [[ἕνεκα]] τῆς αὐξήσ..
|lstext='''ἐπιάχω''': ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, κατόπιν ἀγορεύσεώς τινος, ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπίαχον Ἰλ. Η. 403, Ι. 50. 2) βοῶ, [[κραυγάζω]], ὅσσον τ’ [[ἐννεάχιλοι]] ἐπίαχον Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148, πρβλ. [[ἐπευφημέω]] ῑ ἐν τῷ παρατ. [[ἕνεκα]] τῆς αὐξήσ..
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐπίαχον;<br /><b>1</b> pousser des acclamations après (un discours);<br /><b>2</b> pousser de grands cris (au sujet de qch).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἰάχω]].
}}
}}