Anonymous

ἐρέτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρέτης''': -ου, ([[ἐρέσσω]]), [[κωπηλάτης]], κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., νῆ’ ἄρσας ἐρέτῃσιν Ὀδ. Α. 280, κ. ἀλλ. Ἡρόδ. 6. 12, καὶ Ἀττ.: μεταφ., κυλίκων ἐρέται, ἐπὶ φιλοποτῶν ἢ μεθύσων, Διον. παρ’ Ἀθην. 443D. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[προσέτι]], κῶπαι, Ἀνθ. Π. 6. 4.
|lstext='''ἐρέτης''': -ου, ([[ἐρέσσω]]), [[κωπηλάτης]], κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., νῆ’ ἄρσας ἐρέτῃσιν Ὀδ. Α. 280, κ. ἀλλ. Ἡρόδ. 6. 12, καὶ Ἀττ.: μεταφ., κυλίκων ἐρέται, ἐπὶ φιλοποτῶν ἢ μεθύσων, Διον. παρ’ Ἀθην. 443D. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[προσέτι]], κῶπαι, Ἀνθ. Π. 6. 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />rameur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρέσσω]].
}}
}}