Anonymous

εὐπρεπής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπρεπής''': -ές, ([[πρέπω]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων καλὸν ἐξωτερικόν, [[καλός]], [[εὔσχημος]], [[σχῆμα]] εὐπρεπέστατον Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 2. 37· [[κόσμος]] εὐπρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 833· εὐπρεπὴς [[ἰδεῖν]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 192. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· [[εἶδος]] εὐπρεπὴς Εὐρ. Ἐκ. 269· τὴν ὄψιν Δημ. 1016. 24· κοσμεῖν… οἰκοδομήμασιν εὐπρεπέστερα Πλάτ. Νόμ. 761C. 2) ἀρμόζων, [[πρέπων]], [[ἁρμόδιος]], ἄνδρα δ’ εὐπρεπέστερον (δηλ. ἐξελθεῖν ἐστι) Αἰσχύλ. Χο. 664, κτλ.· οὐ γὰρ εὐπρεπὲς λέγειν Εὐρ. Ὀρ. 1145· [[λόγος]] ἐμοὶ οὐκ εὐπρεπέστερος λέγεσθαι Ἡρόδ. 2. 47· [[νόσημα]] οὐκ εὐπρ. Ἰσοκρ. 289Α· τελευτὴ εὐπρεπεστάτη, ἐνδοξότατον [[τέλος]], Θουκ. 2. 44. 3) ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον [[εὐπρεπής]], ἀντίθετον τῷ [[ἀληθής]], Εὐρ. Τρῳ. 951· [[σκῆψις]] εὐπρεπεστάτη Ἡρόδ. 3. 72· εὐπρ. [[αἰτία]] Θουκ. 6. 76· εὐπρ. [[δειλία]], ὑπὸ τὸ [[πρόσχημα]] ἀρετῆς, ὑπὸ καλὸν [[ὄνομα]] 3. 82· μετ’ ὀνόματος εὐπρεποῦς [[αὐτόθι]]· ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ 4. 86· ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς, ἐπὶ προφάσει, 7. 57· τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου, = [[εὐπρέπεια]] (ΙΙ, 3), 38. 44· εὐπρ. ἦν πρὸς τοὺς πολλοὺς 8. 66. ΙΙ. Ἐπίρρ. -πῶς, Ἰων. -πέως, Ἡρόδ. 7. 220, Αἰσχύλ. Ἀγ. 616, κτλ. - Συγκρ. -πέστερον, Εὐρ. Ρῆσ. 841· Ὑπερθ. -πέστατα Θουκ. 8. 109.
|lstext='''εὐπρεπής''': -ές, ([[πρέπω]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων καλὸν ἐξωτερικόν, [[καλός]], [[εὔσχημος]], [[σχῆμα]] εὐπρεπέστατον Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 2. 37· [[κόσμος]] εὐπρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 833· εὐπρεπὴς [[ἰδεῖν]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 192. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· [[εἶδος]] εὐπρεπὴς Εὐρ. Ἐκ. 269· τὴν ὄψιν Δημ. 1016. 24· κοσμεῖν… οἰκοδομήμασιν εὐπρεπέστερα Πλάτ. Νόμ. 761C. 2) ἀρμόζων, [[πρέπων]], [[ἁρμόδιος]], ἄνδρα δ’ εὐπρεπέστερον (δηλ. ἐξελθεῖν ἐστι) Αἰσχύλ. Χο. 664, κτλ.· οὐ γὰρ εὐπρεπὲς λέγειν Εὐρ. Ὀρ. 1145· [[λόγος]] ἐμοὶ οὐκ εὐπρεπέστερος λέγεσθαι Ἡρόδ. 2. 47· [[νόσημα]] οὐκ εὐπρ. Ἰσοκρ. 289Α· τελευτὴ εὐπρεπεστάτη, ἐνδοξότατον [[τέλος]], Θουκ. 2. 44. 3) ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον [[εὐπρεπής]], ἀντίθετον τῷ [[ἀληθής]], Εὐρ. Τρῳ. 951· [[σκῆψις]] εὐπρεπεστάτη Ἡρόδ. 3. 72· εὐπρ. [[αἰτία]] Θουκ. 6. 76· εὐπρ. [[δειλία]], ὑπὸ τὸ [[πρόσχημα]] ἀρετῆς, ὑπὸ καλὸν [[ὄνομα]] 3. 82· μετ’ ὀνόματος εὐπρεποῦς [[αὐτόθι]]· ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ 4. 86· ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς, ἐπὶ προφάσει, 7. 57· τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου, = [[εὐπρέπεια]] (ΙΙ, 3), 38. 44· εὐπρ. ἦν πρὸς τοὺς πολλοὺς 8. 66. ΙΙ. Ἐπίρρ. -πῶς, Ἰων. -πέως, Ἡρόδ. 7. 220, Αἰσχύλ. Ἀγ. 616, κτλ. - Συγκρ. -πέστερον, Εὐρ. Ρῆσ. 841· Ὑπερθ. -πέστατα Θουκ. 8. 109.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> de belle apparence, convenable, décent;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> qui a l’air noble, beau, distingué ; <i>fig.</i> beau, glorieux;<br /><b>2</b> spécieux, plausible : εὐπρεπὴς [[δειλία]] THC lâcheté dissimulée sous un beau nom ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] εὐπρεποῦς THC pour la forme;<br /><i>Cp.</i> εὐπρεπέστερος, <i>Sp.</i> εὐπρεπέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πρέπω]].
}}
}}