Anonymous

εὐθυμέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθῡμέω''': εἶμαι [[εὔθυμος]], εὐθυμῶ, Εὐρ. Κύκλ. 530, Ἀνθ. Π. 5. 101· εἶμαι [[εὐμενής]], Θεόκρ. 15. 143. II. μεταβ., [[κάμνω]] τινὰ εὔθυμον, καθιστῶ τινα φαιδρόν, εὐθυμῶν ἐμὲ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281. 4, πρβλ. Δημόκρ. παρὰ Στοβ. τίτ. 83. 25: - [[ἐντεῦθεν]], εὐθυμέομαι, Παθ., εἶμαι [[εὔθυμος]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 36· ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 4. 1. 19· ἐν ταῖς ἀτυχίαις Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 20.
|lstext='''εὐθῡμέω''': εἶμαι [[εὔθυμος]], εὐθυμῶ, Εὐρ. Κύκλ. 530, Ἀνθ. Π. 5. 101· εἶμαι [[εὐμενής]], Θεόκρ. 15. 143. II. μεταβ., [[κάμνω]] τινὰ εὔθυμον, καθιστῶ τινα φαιδρόν, εὐθυμῶν ἐμὲ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281. 4, πρβλ. Δημόκρ. παρὰ Στοβ. τίτ. 83. 25: - [[ἐντεῦθεν]], εὐθυμέομαι, Παθ., εἶμαι [[εὔθυμος]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 36· ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 4. 1. 19· ἐν ταῖς ἀτυχίαις Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 20.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> avoir bon courage;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> donner bon courage à, encourager, rassurer, acc. ; <i>Pass.</i> avoir bon courage.<br />'''Étymologie:''' [[εὔθυμος]].
}}
}}