Anonymous

εὔθρονος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔθρονος''': Ἐπικ. ἐΰθρονος, ον, ἔχων ὡραῖον [[θρόνον]], ἐΰθρονος Ἠὼς Ἰλ. Θ. 565, Ὀδ. Ζ. 48, Ο. 495, Ρ. 497· [[Ἀφροδίτη]] Πινδ. Ι. 2. 8· Ὧραι ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 105, κλ.
|lstext='''εὔθρονος''': Ἐπικ. ἐΰθρονος, ον, ἔχων ὡραῖον [[θρόνον]], ἐΰθρονος Ἠὼς Ἰλ. Θ. 565, Ὀδ. Ζ. 48, Ο. 495, Ρ. 497· [[Ἀφροδίτη]] Πινδ. Ι. 2. 8· Ὧραι ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 105, κλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰθρονος]];<br />ος, ον :<br />au beau siège.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θρόνος]].
}}
}}