Anonymous

εὔποτμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔποτμος''': -ον, [[εὐτυχής]], αἰών Αἰσχύλ. Ἀγ. 245· εὐποτμότατε Σοφ. Ἀποσπ. 146, πρβλ. Πλούτ. 2. 58D. - Ἐππίρρ. εὐπότμως, εὐτυχῶς, Μουσώνιος 176, Σουΐδ., Ἡσύχ., Φώτ.
|lstext='''εὔποτμος''': -ον, [[εὐτυχής]], αἰών Αἰσχύλ. Ἀγ. 245· εὐποτμότατε Σοφ. Ἀποσπ. 146, πρβλ. Πλούτ. 2. 58D. - Ἐππίρρ. εὐπότμως, εὐτυχῶς, Μουσώνιος 176, Σουΐδ., Ἡσύχ., Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />heureux;<br /><i>Cp.</i> εὐποτμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πότμος]].
}}
}}