Anonymous

ἐχέκολλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχέκολλος''': -ον, [[πλήρης]] κόλλης, [[ῥητινώδης]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· [[ἐλάτη]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5.6, 2· πηλοῦ ἐχεκόλλου Πλούτ. 2. 966D· τὸ ἐχέκολλον, ἡ [[κόλλα]], [[αὐτόθι]] 735Ε. -Ἐπιρρ. -λως, Διοσκ. 5. 172.
|lstext='''ἐχέκολλος''': -ον, [[πλήρης]] κόλλης, [[ῥητινώδης]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· [[ἐλάτη]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5.6, 2· πηλοῦ ἐχεκόλλου Πλούτ. 2. 966D· τὸ ἐχέκολλον, ἡ [[κόλλα]], [[αὐτόθι]] 735Ε. -Ἐπιρρ. -λως, Διοσκ. 5. 172.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui colle, gluant ; τὸ ἐχέκολλον glu.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[κόλλα]].
}}
}}