3,274,921
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχενηΐς''': ΐδος, συνῃρ. -νῇς, ῇδος, ἡ, ([[ναῦς]]) ὁ κρατῶν τὰς [[ναῦς]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 149 (ἴδε [[ἄπλοια]])· ἄγκυρα Ἀνθ. Π. 6. 27· [[γαλήνη]] Νόνν. Δ. 13. 114. ΙΙ. μικρὸς ἰχθύς, περὶ οὗ ἐπιστεύετο ὅτι εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ [[ὀπίσω]] τὰ πλοῖα, remora, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 4· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 212., Πλιν. Ν. Η. 9. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120. | |lstext='''ἐχενηΐς''': ΐδος, συνῃρ. -νῇς, ῇδος, ἡ, ([[ναῦς]]) ὁ κρατῶν τὰς [[ναῦς]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 149 (ἴδε [[ἄπλοια]])· ἄγκυρα Ἀνθ. Π. 6. 27· [[γαλήνη]] Νόνν. Δ. 13. 114. ΙΙ. μικρὸς ἰχθύς, περὶ οὗ ἐπιστεύετο ὅτι εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ [[ὀπίσω]] τὰ πλοῖα, remora, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 4· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 212., Πλιν. Ν. Η. 9. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui arrête <i>ou</i> retient les vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[ναῦς]]. | |||
}} | }} |