Anonymous

ἔχιδνα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔχιδνα''': ἡ, ([[ἔχις]]) ὡς καὶ νῦν, ἡ «ὀχιὰ» ἢ «ὄχεντρα», Ἡρόδ. 3. 108, Τραγ., Πλάτ. Σοφιστ. 218Α, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἀπίστου συζύγου ἢ φίλου, Αἰσχύλ. Χο. 249, Σοφ. Ἀντ. 531. ΙΙ. ἀρχαιότερον, ὡς ἐν Ἡσ. Θ. 297. 301, μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]] τέρατός τινος, [[ὅπερ]] ἦν [[θυγάτηρ]] τῆς Καλιρρόης: ἡ δ’ ἔτεκ’ [[ἄλλο]] [[πέλωρον]]... θείην κρατερόφρον’ Ἔχιδναν, ἥμισυ μὲν νύμφην... ἥμισυ δ’ [[αὖτε]] [[πέλωρον]] ὄφιν κτλ., Βακχυλ. 5. 62 (ἔκδ. Blass).
|lstext='''ἔχιδνα''': ἡ, ([[ἔχις]]) ὡς καὶ νῦν, ἡ «ὀχιὰ» ἢ «ὄχεντρα», Ἡρόδ. 3. 108, Τραγ., Πλάτ. Σοφιστ. 218Α, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἀπίστου συζύγου ἢ φίλου, Αἰσχύλ. Χο. 249, Σοφ. Ἀντ. 531. ΙΙ. ἀρχαιότερον, ὡς ἐν Ἡσ. Θ. 297. 301, μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]] τέρατός τινος, [[ὅπερ]] ἦν [[θυγάτηρ]] τῆς Καλιρρόης: ἡ δ’ ἔτεκ’ [[ἄλλο]] [[πέλωρον]]... θείην κρατερόφρον’ Ἔχιδναν, ἥμισυ μὲν νύμφην... ἥμισυ δ’ [[αὖτε]] [[πέλωρον]] ὄφιν κτλ., Βακχυλ. 5. 62 (ἔκδ. Blass).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />vipère, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχις]].
}}
}}