3,273,681
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θᾰνᾰτόω''': μέλλ. -ώσω, κτλ. - Παθ., μέλλ., -ωθήσομαι, Ἑβδ. Μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασίας θανατώσοιτο Ξεν. Κύρ. 7. 5, 31· ἀόρ. ἐθανατώθην ὁ αὐτ. Ἀν. 2. 6, 4, Πλάτ.· πρκμ. τεθανάτωμαι Πολύβ. 24. 4, 14. Θανατώνω, [[φονεύω]], [[ἀποκτείνω]], τινὰ Ἡρόδ. 1. 113· [[πάντως]] ἐμέ γ’ οὐ θανατώσει Αἰσχύλ. Πρ. 1053, Ἀντιφῶν 123. 40· ἰδίως ἐπὶ τοῦ δημίου, ὁ τῆς πόλεως κοινὸς [[δήμιος]] θανατωσάτω, Πλάτ. Νόμ. 872C, κτλ. 2) Παθ., ἐπὶ τῆς σαρκός, νεκροῦμαι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 768· καὶ μεταφ. ἐν τῷ ἐνεργ., νεκρώνω, Ἐπιστ. π. Ρωμ. η΄, 13, πρβλ. ζ΄, 4. II. θανατώνω διὰ δικαστικῆς ἀποφάσεως, Πλάτ. Νόμ. 868C, 872C. - Παθ., [[αὐτόθι]] 865D· ἐθανατώθη ὑπὸ τῶν ἐν Σπάρτῃ τελῶν Ξεν. Ἀν. 2. 6, 4. | |lstext='''θᾰνᾰτόω''': μέλλ. -ώσω, κτλ. - Παθ., μέλλ., -ωθήσομαι, Ἑβδ. Μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασίας θανατώσοιτο Ξεν. Κύρ. 7. 5, 31· ἀόρ. ἐθανατώθην ὁ αὐτ. Ἀν. 2. 6, 4, Πλάτ.· πρκμ. τεθανάτωμαι Πολύβ. 24. 4, 14. Θανατώνω, [[φονεύω]], [[ἀποκτείνω]], τινὰ Ἡρόδ. 1. 113· [[πάντως]] ἐμέ γ’ οὐ θανατώσει Αἰσχύλ. Πρ. 1053, Ἀντιφῶν 123. 40· ἰδίως ἐπὶ τοῦ δημίου, ὁ τῆς πόλεως κοινὸς [[δήμιος]] θανατωσάτω, Πλάτ. Νόμ. 872C, κτλ. 2) Παθ., ἐπὶ τῆς σαρκός, νεκροῦμαι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 768· καὶ μεταφ. ἐν τῷ ἐνεργ., νεκρώνω, Ἐπιστ. π. Ρωμ. η΄, 13, πρβλ. ζ΄, 4. II. θανατώνω διὰ δικαστικῆς ἀποφάσεως, Πλάτ. Νόμ. 868C, 872C. - Παθ., [[αὐτόθι]] 865D· ἐθανατώθη ὑπὸ τῶν ἐν Σπάρτῃ τελῶν Ξεν. Ἀν. 2. 6, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire mourir, acc.;<br /><b>2</b> condamner à mort.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]]. | |||
}} | }} |