Anonymous

θελξίπικρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θελξίπικρος''': -ον, προξενῶν ἡδονὴν [[μετὰ]] πικρίας, κνησμονὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, ὡς τὸ [[γλυκύπικρος]].
|lstext='''θελξίπικρος''': -ον, προξενῶν ἡδονὴν [[μετὰ]] πικρίας, κνησμονὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, ὡς τὸ [[γλυκύπικρος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mêlé de douceur et d’amertume.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]], [[πικρός]].
}}
}}