Anonymous

θύρσος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θύρσος''': ὁ, παρὰ μεταγεν. ποιητ. μεθ’ ἑτεροκλ. πληθ. θύρσα, Ἀνθ. Π. 6. 158: ― ὁ [[θύρσος]], [[ἤτοι]] ἡ Βακχικὴ [[ῥάβδος]] ἐστεμμένη μὲ κισσὸν καὶ φύλλα ἀμπέλου καὶ ἔχουσα ἐπὶ κορυφῆς κῶνον πίτυος, ἣν ἔφερον οἱ λατρευταὶ τοῦ Βάκχου. πρῶτον ἐν Εὐριπ. Βάκχ. 80, πρβλ. Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ., Βεργ. Αἰν. 7. 390, καὶ ἴδε [[θυρσαχθής]], [[θυρσομανής]]. ΙΙ. ἑρμηνευόμενον [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡσύχ. = [[κλάδος]], [[ῥάβδος]]· καὶ τὸ thyrsus ἦν ἐν χρήσει ἐν τῇ Λατ. ὡς = τῷ turio, δηλ. [[νέος]] [[κλάδος]], [[βλαστός]].
|lstext='''θύρσος''': ὁ, παρὰ μεταγεν. ποιητ. μεθ’ ἑτεροκλ. πληθ. θύρσα, Ἀνθ. Π. 6. 158: ― ὁ [[θύρσος]], [[ἤτοι]] ἡ Βακχικὴ [[ῥάβδος]] ἐστεμμένη μὲ κισσὸν καὶ φύλλα ἀμπέλου καὶ ἔχουσα ἐπὶ κορυφῆς κῶνον πίτυος, ἣν ἔφερον οἱ λατρευταὶ τοῦ Βάκχου. πρῶτον ἐν Εὐριπ. Βάκχ. 80, πρβλ. Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ., Βεργ. Αἰν. 7. 390, καὶ ἴδε [[θυρσαχθής]], [[θυρσομανής]]. ΙΙ. ἑρμηνευόμενον [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡσύχ. = [[κλάδος]], [[ῥάβδος]]· καὶ τὸ thyrsus ἦν ἐν χρήσει ἐν τῇ Λατ. ὡς = τῷ turio, δηλ. [[νέος]] [[κλάδος]], [[βλαστός]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />thyrse, bâton des Bacchants et des Bacchantes entouré de lierre et de pampre, avec une pomme de pin au sommet.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt ; cf. <i>hitt.</i> tuwarsa « sarment » <i>ou</i> « lierre ».
}}
}}