Anonymous

ἱκανότης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱκανότης''': -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[ἱκανός]], [[ἁρμόδιος]], [[πρόσφορος]], Πλάτ. Λῦσ. 215Α. ΙΙ. [[ἐπάρκεια]], ἐπαρκὴς ἀριθμός, παίδων δὲ [[ἱκανότης]] ἀκριβὴς ἄρρην καὶ θήλεια ἔστω τῷ νόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930C.
|lstext='''ἱκανότης''': -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[ἱκανός]], [[ἁρμόδιος]], [[πρόσφορος]], Πλάτ. Λῦσ. 215Α. ΙΙ. [[ἐπάρκεια]], ἐπαρκὴς ἀριθμός, παίδων δὲ [[ἱκανότης]] ἀκριβὴς ἄρρην καὶ θήλεια ἔστω τῷ νόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930C.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />suffisance :<br /><b>1</b> quantité <i>ou</i> longueur suffisante;<br /><b>2</b> aptitude, capacité.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκανός]].
}}
}}