Anonymous

κάννα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάννα''': ἢ κάννη, ης, ἡ, κάλαμος, Λατ. canna: [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων χρησιμεῦον διὰ περιφράγματα, Κρατῖνος ἐν “Πυτίνῃ” 12, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 184, Ἀριστοφ. Σφ. 394, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «’Ιπνῷ» 8. (Ἐντεῦθεν, [[κάναθρον]] ἢ [[κάνναθρον]], [[κάνεον]]: [[ἴσως]] ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] Σημιτική· πρβλ. kânek).
|lstext='''κάννα''': ἢ κάννη, ης, ἡ, κάλαμος, Λατ. canna: [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων χρησιμεῦον διὰ περιφράγματα, Κρατῖνος ἐν “Πυτίνῃ” 12, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 184, Ἀριστοφ. Σφ. 394, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «’Ιπνῷ» 8. (Ἐντεῦθεν, [[κάναθρον]] ἢ [[κάνναθρον]], [[κάνεον]]: [[ἴσως]] ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] Σημιτική· πρβλ. kânek).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />roseau, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt sémit.
}}
}}