Anonymous

κατακλύζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακλύζω''': μέλλ. -κλύσω ῠ, ποιητ. -κλύσσω, Πινδ. Ο. 10 (11). 15: πρκμ. κέκλυκα,- [[πλημμυρίζω]], [[κατασκεπάζω]] μὲ [[ὕδωρ]], τὴν γῆν (ἐπὶ τοῦ Νείλου) Ἡρόδ. 2. 13, πρβλ. 99, Ο. 9. 76, ἡ [[θάλασσα]] κυματωθεῖσα τὸ μὲν κατέκλυσε, τὸ δὲ ὑπενόστησε Θουκ. 3. 89∙ [[ὅταν]] οἱ θεοὶ τὴν γῆν καθαίροντες ὕδασι κατακλύζωσιν Πλάτ. Τίμ. 22D, Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 25. 2) μεταφ., [[καταποντίζω]], [[καταβάλλω]] τοίους γὰρ κατὰ [[κῦμα]]… ἔκλυσεν Ἀρχίλ. 8. 4. τὴν Φρυγῶν πόλιν… ἤλπισσας κατακλύσειν δαπάναις Εὐρ. Τρῳ. 995∙ ἅπαντα… κατακλύσει ποιήμασιν Κρατῖν. ἐν «Πυτ.» 7∙ κ. δίαιταν ἀφθονίᾳ, [[κάμνω]] [[ὥστε]] ἡ ζωὴ νὰ πλημμυρίσῃ μὲ ἀφθονίαν, Ξεν. Οἰκ. 2. 8∙ κατέκλυσε δεινῶν πόνων, ἐπλήρωσε κατεπλημμύρισε μὲ δεινὰ παθήματα, Εὐρ. Ὀρ. 243∙ εἰ καὶ μέλλει [[γέλως]]. [[ὥσπερ]] [[κῦμα]]… κατακλύσειν Πλάτ. Πολ. 473C.- Παθ., ἀλλοδαπῷ κύματι φωτῶν κατακλυσθῆναι (ἀόρ. ἀπαρ. κατὰ L. Dind.), περὶ πόλεως, Αἰσχύλ. Θήβ. ἐν τέλ.∙ κατακλυσθεὶς ὑπὸ τοιούτου ψόγου Πλάτ. Πολ. 492C∙ κατακεκλυσμένος χρυσίῳ, ἄφθονον [[χρυσίον]] λαβών, δωροδοκήσας, διαφθαρείς, Πλουτ. Δημοσθ. 14. ΙΙ. πλημμυρῶν καὶ καθαρίζων [[παρασύρω]], [[ἐκπλύνω]], [[κῦμα]] κατ. ψᾶφον ἑλισσομέναν Πινδ. Ο. 10 (11). 15. 2) [[ἐκπλύνω]], τὰ ἴχνη τοῦ λαγὼ Ξεν. Κυν. 5, 4. ΙΙΙ. πληρῶ ὕδατος, τὴν πύελον Ἀριστοφ. Εἰρ. 843, πρβλ. Γαλην. 6. 229∙ (πρβλ. καὶ ἐπικλύζω).
|lstext='''κατακλύζω''': μέλλ. -κλύσω ῠ, ποιητ. -κλύσσω, Πινδ. Ο. 10 (11). 15: πρκμ. κέκλυκα,- [[πλημμυρίζω]], [[κατασκεπάζω]] μὲ [[ὕδωρ]], τὴν γῆν (ἐπὶ τοῦ Νείλου) Ἡρόδ. 2. 13, πρβλ. 99, Ο. 9. 76, ἡ [[θάλασσα]] κυματωθεῖσα τὸ μὲν κατέκλυσε, τὸ δὲ ὑπενόστησε Θουκ. 3. 89∙ [[ὅταν]] οἱ θεοὶ τὴν γῆν καθαίροντες ὕδασι κατακλύζωσιν Πλάτ. Τίμ. 22D, Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 25. 2) μεταφ., [[καταποντίζω]], [[καταβάλλω]] τοίους γὰρ κατὰ [[κῦμα]]… ἔκλυσεν Ἀρχίλ. 8. 4. τὴν Φρυγῶν πόλιν… ἤλπισσας κατακλύσειν δαπάναις Εὐρ. Τρῳ. 995∙ ἅπαντα… κατακλύσει ποιήμασιν Κρατῖν. ἐν «Πυτ.» 7∙ κ. δίαιταν ἀφθονίᾳ, [[κάμνω]] [[ὥστε]] ἡ ζωὴ νὰ πλημμυρίσῃ μὲ ἀφθονίαν, Ξεν. Οἰκ. 2. 8∙ κατέκλυσε δεινῶν πόνων, ἐπλήρωσε κατεπλημμύρισε μὲ δεινὰ παθήματα, Εὐρ. Ὀρ. 243∙ εἰ καὶ μέλλει [[γέλως]]. [[ὥσπερ]] [[κῦμα]]… κατακλύσειν Πλάτ. Πολ. 473C.- Παθ., ἀλλοδαπῷ κύματι φωτῶν κατακλυσθῆναι (ἀόρ. ἀπαρ. κατὰ L. Dind.), περὶ πόλεως, Αἰσχύλ. Θήβ. ἐν τέλ.∙ κατακλυσθεὶς ὑπὸ τοιούτου ψόγου Πλάτ. Πολ. 492C∙ κατακεκλυσμένος χρυσίῳ, ἄφθονον [[χρυσίον]] λαβών, δωροδοκήσας, διαφθαρείς, Πλουτ. Δημοσθ. 14. ΙΙ. πλημμυρῶν καὶ καθαρίζων [[παρασύρω]], [[ἐκπλύνω]], [[κῦμα]] κατ. ψᾶφον ἑλισσομέναν Πινδ. Ο. 10 (11). 15. 2) [[ἐκπλύνω]], τὰ ἴχνη τοῦ λαγὼ Ξεν. Κυν. 5, 4. ΙΙΙ. πληρῶ ὕδατος, τὴν πύελον Ἀριστοφ. Εἰρ. 843, πρβλ. Γαλην. 6. 229∙ (πρβλ. καὶ ἐπικλύζω).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> inonder, submerger : δίαιταν ἀφθονίᾳ XÉN répandre l’abondance dans le régime de la vie ; κατακεκλυσμένος χρυσίῳ PLUT inondé d’or;<br /><b>2</b> remplir d’eau;<br /><b>3</b> effacer en lavant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κλύζω]].
}}
}}