Anonymous

καταδοξάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδοξάζω''': μέλλ. -άσω, = [[καταδοκέω]], Ξεν. Ἀν. 7. 7, 30, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 25· καὶ ἐν τῷ Παθ., [[αὐτόθι]] 39. 2) [[σχηματίζω]] ἐσφαλμένην γνώμην [[περί]] τινος, ὑπέρ τινος Διον. Ἁλ. 6. 10· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[αὐτόθι]] 29.
|lstext='''καταδοξάζω''': μέλλ. -άσω, = [[καταδοκέω]], Ξεν. Ἀν. 7. 7, 30, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 25· καὶ ἐν τῷ Παθ., [[αὐτόθι]] 39. 2) [[σχηματίζω]] ἐσφαλμένην γνώμην [[περί]] τινος, ὑπέρ τινος Διον. Ἁλ. 6. 10· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[αὐτόθι]] 29.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[καταδοκέω]].
}}
}}