Anonymous

καλλίστευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλίστευμα''': τό, ὑπέροχον [[κάλλος]], Εὐρ. Ὀρ. 1639. ΙΙ. τὸ ἐκλεκτότατον [[κάλλος]], περὶ τῶν Φοινισσῶν αἵτινες ἦσαν ἐκ τῶν κάλλει προεχουσῶν παρθένων, Εὐρ. Φοίν. 215· τὰ [[δευτερεῖα]] καλλιστευμάτων Λυκόφρ. 1011.
|lstext='''καλλίστευμα''': τό, ὑπέροχον [[κάλλος]], Εὐρ. Ὀρ. 1639. ΙΙ. τὸ ἐκλεκτότατον [[κάλλος]], περὶ τῶν Φοινισσῶν αἵτινες ἦσαν ἐκ τῶν κάλλει προεχουσῶν παρθένων, Εὐρ. Φοίν. 215· τὰ [[δευτερεῖα]] καλλιστευμάτων Λυκόφρ. 1011.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet le plus beau :<br /><b>1</b> extrême beauté;<br /><b>2</b> la plus belle offrande, le plus beau présent;<br /><b>3</b> fleur de beauté.<br />'''Étymologie:''' [[καλλιστεύω]].
}}
}}