Anonymous

κατεύχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεύχομαι''': μέλλ. -εύξομαι· ἀποθ.·- [[προσεύχομαι]] ἐνθέρμως, μετ’ ἀπαρ., τοῖσι Πέρσῃσιν κατεύχεται εὖ γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 132· οὕτω, κατ. σοὶ τἀγαθὸν (δηλ. γενέσθαι) Εὐρ. Ι. Α. 1186. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Χο. 138, Εὐμ. 922, Σοφ. Ο. Κ. 1574· κ. τινι, [[προσεύχομαι]] εἴς τινα, Αἰσχύλ. Χο. 88, Εὐρ. Ἀνδρ. 1104· κ. τῇ θεῷ ἀπάξειν Ἀθήν. 573Ε. 3) ἀπολ., [[κάμνω]] προσευχὴν ἢ εὐχήν, Ἡρόδ. 2. 40., 4. 70, 172, Αἰσχύλ., Ἀγ. 1250, Σοφ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ι. [[μετὰ]] γεν. προσ., [[εὔχομαι]] κατά τινος, [[προσεύχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ἐπιφέρω]] κατάρας, Λατ. imprecari, Σοφ. Ἀποσπ. 894, Πλάτ. Πολ. 393Α· μετ’ αἰτ. πράγ., οἵας τύχας Αἰσχύλ. Θήβ. 633, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 362, Εὐρ. Ι.Τ. 536· πολλὰ καὶ δεινὰ κατά τινος Πλουτ. Νουμ. 12. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τὸν δεδρακότα κακῶς… ἐκτρῖψαι βίον Σοφ. Ο. Τ. 246· κ. τῖσαι τοὺς Ἀχαιοὺς τὰ ἃ δάκρυα Πλάτ. Πολ. 394Α. 3) ἀπολ., Εὐρ. Ι. Τ. 536, Πλάτ. Νόμ. 934Ε. ΙΙ. καυχῶμαι μετ’ ἀπαρ. (ὡς τὸ ἁπλοῦν [[εὔχομαι]] παρ’ Ὁμ.), Θεόκρ. 1. 97.
|lstext='''κατεύχομαι''': μέλλ. -εύξομαι· ἀποθ.·- [[προσεύχομαι]] ἐνθέρμως, μετ’ ἀπαρ., τοῖσι Πέρσῃσιν κατεύχεται εὖ γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 132· οὕτω, κατ. σοὶ τἀγαθὸν (δηλ. γενέσθαι) Εὐρ. Ι. Α. 1186. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Χο. 138, Εὐμ. 922, Σοφ. Ο. Κ. 1574· κ. τινι, [[προσεύχομαι]] εἴς τινα, Αἰσχύλ. Χο. 88, Εὐρ. Ἀνδρ. 1104· κ. τῇ θεῷ ἀπάξειν Ἀθήν. 573Ε. 3) ἀπολ., [[κάμνω]] προσευχὴν ἢ εὐχήν, Ἡρόδ. 2. 40., 4. 70, 172, Αἰσχύλ., Ἀγ. 1250, Σοφ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ι. [[μετὰ]] γεν. προσ., [[εὔχομαι]] κατά τινος, [[προσεύχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ἐπιφέρω]] κατάρας, Λατ. imprecari, Σοφ. Ἀποσπ. 894, Πλάτ. Πολ. 393Α· μετ’ αἰτ. πράγ., οἵας τύχας Αἰσχύλ. Θήβ. 633, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 362, Εὐρ. Ι.Τ. 536· πολλὰ καὶ δεινὰ κατά τινος Πλουτ. Νουμ. 12. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τὸν δεδρακότα κακῶς… ἐκτρῖψαι βίον Σοφ. Ο. Τ. 246· κ. τῖσαι τοὺς Ἀχαιοὺς τὰ ἃ δάκρυα Πλάτ. Πολ. 394Α. 3) ἀπολ., Εὐρ. Ι. Τ. 536, Πλάτ. Νόμ. 934Ε. ΙΙ. καυχῶμαι μετ’ ἀπαρ. (ὡς τὸ ἁπλοῦν [[εὔχομαι]] παρ’ Ὁμ.), Θεόκρ. 1. 97.
}}
{{bailly
|btext=faire des vœux pour <i>ou</i> contre :<br /><b>1</b> <i>en b. part</i> faire un souhait : τινι faire, un souhait, une prière en faveur de qqn ; τινι [[τἀγαθόν]] EUR souhaiter du bonheur à qqn;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> faire des imprécations : πολλὰ καὶ δεινὰ [[κατά]] τινος PLUT faire contre qqn toutes sortes d’imprécations terribles ; [[τι]] souhaiter (de mourir) après s’être vengé ; avec une prop. inf. souhaiter par des imprécations que….<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὔχομαι]].
}}
}}