Anonymous

κινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κινδῡνεύω''': μέλλ. -σω. ― Παθ., κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ: μέλλ. κινδυνευθήσομαι Δημοσθ. 866. 27, ἢ κεκινδυνεύσομαι Ἀντιφ. 138. 16· περὶ ἀορ. καὶ πρκμ. ἴδε κατωτ. 3· ([[κίνδυνος]]). Εἶμαι [[τολμηρός]], τολμῶ, ῥίπτομαι εἰς κίνδυνον, κ. πρὸς πολλούς, πρὸς πολεμίους Ἡρόδ. 4. 11, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 14· κ. εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀποτολμῶ νὰ [[ὑπάγω]], Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 5. β) ἀπολ. ἀποτολμῶ, [[διακινδυνεύω]], ἐπιχειρῶ ἐπικίνδυνον πρᾶξιν, Ἡρόδ. 3. 69, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1204, Θουκ. 1. 20., 2. 39· ― [[ὡσαύτως]], [[εἰμὶ]] ἐν κινδύνῳ, [[διατρέχω]] κίνδυνον, Ἀριστοτ. Ἠθ. Ν. 4. 3. 23, κτλ.· ἐπὶ νοσοῦντος Ἱππ. Ἀφ. 1261· κινδυνεύοντος τοῦ χωρίου, τῆς θέσεως εὑρισκομένης εἰς κίνδυνον, Θουκ. 4. 8· ὁ κινδυνεύων [[τόπος]] Πολύβ. 3. 115, 6. 2) τὸ κινδυνεῦον [[μέρος]] ἐκφέρεται [[πολλάκις]] κατὰ δοτ., κ. τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ, Ἡρόδ. 2. 120, 7. 209· κ. πάσῃ τῇ Ἑλλάδι, [[κινδυνεύω]] μὲ ὅλην τὴν Ἑλλάδα, δηλ. ἐκθέτω ὅλην τὴν Ἑλλάδα εἰς κίνδυνον, ὁ αὐτ. 8. 60, 1· τῇ στρατιῇ ὁ αὐτ. 4. 80· τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ’ ἄν…; εἰς ποῖα πράγματα; Δημοσθ. 115. 12· κ. τῷ βίῳ, τῇ κεφαλῇ, τοῖς ὅλοις πράγμασι Πολύβ., κτλ., πρβλ. Κάρ. ― [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσ., κ. ἐν τοῖς σώμασι Λυσ. 196. 26· ἐν υἱέσι Πλάτ. Λάχ. 187Β· ― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τῆς [[περί]], κ. περὶ τῆς Πελοποννήσου Ἡρόδ. 8. 74· περὶ τῆς ψυχῆς Ἀριστοφ. Πλ. 524, Ἀντιφ. 119. 40· περὶ τοῦ σώματος Ἀνδοκ. 1. 22· περὶ ἀνδραποδισμοῦ Ἰσοκρ. 166Ε· περὶ τῆς μεγίστης ζημίας Λυσ. 109. 34, κτλ.· [[ὡσαύτως]], περὶ τῆς βασιλείας πρὸς Κῦρον Δημ. 197. 22· περὶ αὑτῷ Ἀντιφ. 130. 3· περὶ τοῖς φιλτάτοις Πλάτ. Πρωτ. 314Α· ― [[ὑπὲρ]] καλλίστων Λυσ. 198. 6. 3) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[ἀναλαμβάνω]] τολμηρῶς, [[κινδυνεύω]], κινδύνους Ἀντιφ. 139. 9· [[κινδύνευμα]] Πλάτ. Πολ. 451Α· μάχην Αἰσχίν. 50. 40· κ. ψευδομαρτυρίαν, ἐκθέτω ἐμαυτὸν εἰς κίνδυνον κατηγορίας ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Δημ. 1033. 1· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἀποτολμῶμαι, [[μετὰ]] κινδύνου πράττομαι, μεταβολὴ κινδυνεύεται, ὑπάρχει [[κίνδυνος]] μεταβολῆς, Θουκ. 2. 43· ὁποτέρως ἔσται, ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται, διατελεῖ ἐν ἐπικινδύνῳ ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 1. 78· τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Δημ. 432. 26· τὸ κεκινδυνευμένον, τολμηρὰ [[ἐπιχείρησις]], Πινδ. Ν. 5. 26· τὰ κινδυνευθέντα = τὰ κινδυνεύματα Λυσ. 195. 34. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., [[διατρέχω]] τὸν κίνδυνον, [[κινδυνεύω]] νά..., τὸν στρατὸν κινδυνεύσεις ἀποβαλέειν Ἡρόδ. 8. 65· κακόν τι λαβέειν 6. 9· ἀπολέσθαι 9. 89· διαφθαρῆναι Θουκ. 3. 74· ἀποθανεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 28Β· κτλ.· ― ἀκολούθως, β) [[ἐπειδὴ]] ὁ [[κίνδυνος]] ὑπονοεῖ καὶ πιθανότητα ἐπιτυχίας, τὸ [[κινδυνεύω]] (μετ’ ἀπαρ.) κεῖται πρὸς δήλωσιν τοῦ ὅτι δυνατὸν ἢ πιθανὸν νὰ συμβῇ τι, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες [[εἶναι]], διατρέχουσι τὸν κίνδυνον νὰ θεωρηθῶσι..., Ἡρόδ. 4. 105· κινδυνεύσομεν βοηθεῖν, πιθανῶς θὰ ἔχωμεν νὰ βοηθήσωμεν, Πλάτ. Θεαίτ. 164C, πρβλ. 172C· κ. ἡ ἀληθὴς [[δόξα]] [[ἐπιστήμη]] [[εἶναι]], φαίνεται πιθανὸν ὅτι..., [[αὐτόθι]] 187Β· κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς [[εἶναι]], θὰ ἔχῃς τὴν εὐκαιρίαν νὰ δείξῃς τὴν ἀξίαν σου, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17, πρβλ. 3. 13, 3· ― [[ὡσαύτως]] κινδυνεύει ὡς ἀπρόσ. πιθανῶς, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὡς καταφατικὴ ἢ βεβαιωτικὴ [[ἀπόκρισις]], Πλάτ. Σοφ. 256A, Φαῖδρ. 262C, Πολ. 410C· ― [[πολλάκις]] δὲ χρησιμεύει πρὸς κόλασιν ἢ μετρίασιν ἰσχυρισμοῦ ἐξ ἁπλῆς ἁβροφροσύνης, ἐνῷ οὐδεμία πραγματικὴ [[ἀμφιβολία]] ὑπονοεῖται, κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἔχεις δίκαιον, Πλάτ. Συμπ. 205D, πρβλ. Ἀπολ. 40Β, Γοργ. 485E· τὰ ξυσσίτια κινδυνεύει ξυναγαγεῖν, αὐτὸς πιθανῶς διωργάνωσε τὰ συσσίτια, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625E· κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν [[εἶναι]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 34. 5) ἐν τῷ παθ., διακινδυνεύομαι, ἐκτίθεμαι εἰς κίνδυνον, ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρεταὶ κ. Θουκ. 2. 35· τὰ χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι Δημ. 915. 14· ― πρβλ. ἀνωτ. 3.
|lstext='''κινδῡνεύω''': μέλλ. -σω. ― Παθ., κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ: μέλλ. κινδυνευθήσομαι Δημοσθ. 866. 27, ἢ κεκινδυνεύσομαι Ἀντιφ. 138. 16· περὶ ἀορ. καὶ πρκμ. ἴδε κατωτ. 3· ([[κίνδυνος]]). Εἶμαι [[τολμηρός]], τολμῶ, ῥίπτομαι εἰς κίνδυνον, κ. πρὸς πολλούς, πρὸς πολεμίους Ἡρόδ. 4. 11, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 14· κ. εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀποτολμῶ νὰ [[ὑπάγω]], Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 5. β) ἀπολ. ἀποτολμῶ, [[διακινδυνεύω]], ἐπιχειρῶ ἐπικίνδυνον πρᾶξιν, Ἡρόδ. 3. 69, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1204, Θουκ. 1. 20., 2. 39· ― [[ὡσαύτως]], [[εἰμὶ]] ἐν κινδύνῳ, [[διατρέχω]] κίνδυνον, Ἀριστοτ. Ἠθ. Ν. 4. 3. 23, κτλ.· ἐπὶ νοσοῦντος Ἱππ. Ἀφ. 1261· κινδυνεύοντος τοῦ χωρίου, τῆς θέσεως εὑρισκομένης εἰς κίνδυνον, Θουκ. 4. 8· ὁ κινδυνεύων [[τόπος]] Πολύβ. 3. 115, 6. 2) τὸ κινδυνεῦον [[μέρος]] ἐκφέρεται [[πολλάκις]] κατὰ δοτ., κ. τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ, Ἡρόδ. 2. 120, 7. 209· κ. πάσῃ τῇ Ἑλλάδι, [[κινδυνεύω]] μὲ ὅλην τὴν Ἑλλάδα, δηλ. ἐκθέτω ὅλην τὴν Ἑλλάδα εἰς κίνδυνον, ὁ αὐτ. 8. 60, 1· τῇ στρατιῇ ὁ αὐτ. 4. 80· τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ’ ἄν…; εἰς ποῖα πράγματα; Δημοσθ. 115. 12· κ. τῷ βίῳ, τῇ κεφαλῇ, τοῖς ὅλοις πράγμασι Πολύβ., κτλ., πρβλ. Κάρ. ― [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσ., κ. ἐν τοῖς σώμασι Λυσ. 196. 26· ἐν υἱέσι Πλάτ. Λάχ. 187Β· ― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τῆς [[περί]], κ. περὶ τῆς Πελοποννήσου Ἡρόδ. 8. 74· περὶ τῆς ψυχῆς Ἀριστοφ. Πλ. 524, Ἀντιφ. 119. 40· περὶ τοῦ σώματος Ἀνδοκ. 1. 22· περὶ ἀνδραποδισμοῦ Ἰσοκρ. 166Ε· περὶ τῆς μεγίστης ζημίας Λυσ. 109. 34, κτλ.· [[ὡσαύτως]], περὶ τῆς βασιλείας πρὸς Κῦρον Δημ. 197. 22· περὶ αὑτῷ Ἀντιφ. 130. 3· περὶ τοῖς φιλτάτοις Πλάτ. Πρωτ. 314Α· ― [[ὑπὲρ]] καλλίστων Λυσ. 198. 6. 3) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[ἀναλαμβάνω]] τολμηρῶς, [[κινδυνεύω]], κινδύνους Ἀντιφ. 139. 9· [[κινδύνευμα]] Πλάτ. Πολ. 451Α· μάχην Αἰσχίν. 50. 40· κ. ψευδομαρτυρίαν, ἐκθέτω ἐμαυτὸν εἰς κίνδυνον κατηγορίας ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Δημ. 1033. 1· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἀποτολμῶμαι, [[μετὰ]] κινδύνου πράττομαι, μεταβολὴ κινδυνεύεται, ὑπάρχει [[κίνδυνος]] μεταβολῆς, Θουκ. 2. 43· ὁποτέρως ἔσται, ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται, διατελεῖ ἐν ἐπικινδύνῳ ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 1. 78· τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Δημ. 432. 26· τὸ κεκινδυνευμένον, τολμηρὰ [[ἐπιχείρησις]], Πινδ. Ν. 5. 26· τὰ κινδυνευθέντα = τὰ κινδυνεύματα Λυσ. 195. 34. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., [[διατρέχω]] τὸν κίνδυνον, [[κινδυνεύω]] νά..., τὸν στρατὸν κινδυνεύσεις ἀποβαλέειν Ἡρόδ. 8. 65· κακόν τι λαβέειν 6. 9· ἀπολέσθαι 9. 89· διαφθαρῆναι Θουκ. 3. 74· ἀποθανεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 28Β· κτλ.· ― ἀκολούθως, β) [[ἐπειδὴ]] ὁ [[κίνδυνος]] ὑπονοεῖ καὶ πιθανότητα ἐπιτυχίας, τὸ [[κινδυνεύω]] (μετ’ ἀπαρ.) κεῖται πρὸς δήλωσιν τοῦ ὅτι δυνατὸν ἢ πιθανὸν νὰ συμβῇ τι, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες [[εἶναι]], διατρέχουσι τὸν κίνδυνον νὰ θεωρηθῶσι..., Ἡρόδ. 4. 105· κινδυνεύσομεν βοηθεῖν, πιθανῶς θὰ ἔχωμεν νὰ βοηθήσωμεν, Πλάτ. Θεαίτ. 164C, πρβλ. 172C· κ. ἡ ἀληθὴς [[δόξα]] [[ἐπιστήμη]] [[εἶναι]], φαίνεται πιθανὸν ὅτι..., [[αὐτόθι]] 187Β· κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς [[εἶναι]], θὰ ἔχῃς τὴν εὐκαιρίαν νὰ δείξῃς τὴν ἀξίαν σου, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17, πρβλ. 3. 13, 3· ― [[ὡσαύτως]] κινδυνεύει ὡς ἀπρόσ. πιθανῶς, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὡς καταφατικὴ ἢ βεβαιωτικὴ [[ἀπόκρισις]], Πλάτ. Σοφ. 256A, Φαῖδρ. 262C, Πολ. 410C· ― [[πολλάκις]] δὲ χρησιμεύει πρὸς κόλασιν ἢ μετρίασιν ἰσχυρισμοῦ ἐξ ἁπλῆς ἁβροφροσύνης, ἐνῷ οὐδεμία πραγματικὴ [[ἀμφιβολία]] ὑπονοεῖται, κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἔχεις δίκαιον, Πλάτ. Συμπ. 205D, πρβλ. Ἀπολ. 40Β, Γοργ. 485E· τὰ ξυσσίτια κινδυνεύει ξυναγαγεῖν, αὐτὸς πιθανῶς διωργάνωσε τὰ συσσίτια, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625E· κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν [[εἶναι]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 34. 5) ἐν τῷ παθ., διακινδυνεύομαι, ἐκτίθεμαι εἰς κίνδυνον, ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρεταὶ κ. Θουκ. 2. 35· τὰ χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι Δημ. 915. 14· ― πρβλ. ἀνωτ. 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐκινδύνευσα, <i>pf.</i> κεκινδύνευκα;<br /><b>I.</b> être en danger, courir un danger : κ. [[τῷ]] σώματι, [[τῇ]] ψυχῇ HDT courir un danger de la vie ; [[τίσιν]] [[οὖν]] [[ὑμεῖς]] κινδυνεύσαιτ’ [[ἄν]] ; DÉM sur quels points seriez-vous donc en danger ? <i>ou avec</i> [[περί]] τινος : περὶ [[τοῦ]] βίου AR être en danger de la vie ; avec l’inf. κ. ἀποθανεῖν PLUT, ἀπολέσθαι HDT, διαφθαρῆναι THC être en danger de mourir, de périr, d’être détruit ; κινδυνεύοντος [[τοῦ]] χωρίου THC le poste étant en péril ; <i>Pass.</i> être couru <i>en parlant d’un danger, d’un péril</i> : τὰ κινδυνευθέντα LYS les dangers qu’on a courus ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> affronter un danger de guerre ; combattre : πρὸς τοὺς πολεμίους XÉN marcher contre l’ennemi;<br /><b>2</b> courir le danger d’une condamnation : περὶ ζημίας LYS à une amende;<br /><b>II.</b> courir une chance, risquer, avoir chance de : κινδυνεύουσι γόητες [[εἶναι]] HDT ils ont chance, ils ont bien l’air d’être des charlatans ; κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν [[εἶναι]] τὸ εὐδαιμονεῖν XÉN le bonheur a bien l’air d’être le bien le moins contestable ; <i>p. suite</i>, pour atténuer une affirmation <i>ou</i> marquer la probabilité ; • <i>impers.</i> κινδυνεύει, cela est bien possible, peut-être.<br />'''Étymologie:''' [[κίνδυνος]].
}}
}}