Anonymous

κλόπιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλόπιος''': -α, -ον, (κλὼψ) [[κλοπικός]], [[δόλιος]], ἔχων τάσιν πρὸς τὴν κλοπὴν ἢ τὴν ἀπάτην, μῦθοι Ὀδ. Ν. 295· χεὶρ Ἀνθ. Π. 9. 249, Πλανούδ. 4. 123.
|lstext='''κλόπιος''': -α, -ον, (κλὼψ) [[κλοπικός]], [[δόλιος]], ἔχων τάσιν πρὸς τὴν κλοπὴν ἢ τὴν ἀπάτην, μῦθοι Ὀδ. Ν. 295· χεὶρ Ἀνθ. Π. 9. 249, Πλανούδ. 4. 123.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />fourbe, artificieux.<br />'''Étymologie:''' [[κλοπή]].
}}
}}