Anonymous

κοχλίον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοχλίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κόχλος]], μικρὸς [[κοχλίας]], Βατραχομ. 165 [[ἔνθα]] γεν. πληθ. κοχλῑ΄ων [[χάριν]] τοῦ μέτρου· ἀλλ’ [[ἴσως]] [[ἀναγνωστέον]]: κοχλιέων, ἐκ τοῦ [[κοχλίας]].
|lstext='''κοχλίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κόχλος]], μικρὸς [[κοχλίας]], Βατραχομ. 165 [[ἔνθα]] γεν. πληθ. κοχλῑ΄ων [[χάριν]] τοῦ μέτρου· ἀλλ’ [[ἴσως]] [[ἀναγνωστέον]]: κοχλιέων, ἐκ τοῦ [[κοχλίας]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> <i>dim. de</i> [[κόχλος]];<br /><b>2</b> machine à épuisement pour vider la sentine d’un navire.<br />'''Étymologie:''' [[κόχλος]].
}}
}}