Anonymous

κρατερόφρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾰτερόφρων''': -ον, γεν. ονος (φρὴν) ἔχων ἰσχυρὸν [[φρόνημα]], γενναιόψυχος, [[ἀτρόμητος]], ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἰλ. Λ. 324· τῶν Διοσκούρων, Ὀδ. Λ. 299· τοῦ Ὀδυσσέως, Δ. 333., Ρ. 124· τοῦ λέοντος, Ἰλ. Κ. 184· ἀδάμαντος ἔχων κρατερόφρονα θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 146.
|lstext='''κρᾰτερόφρων''': -ον, γεν. ονος (φρὴν) ἔχων ἰσχυρὸν [[φρόνημα]], γενναιόψυχος, [[ἀτρόμητος]], ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἰλ. Λ. 324· τῶν Διοσκούρων, Ὀδ. Λ. 299· τοῦ Ὀδυσσέως, Δ. 333., Ρ. 124· τοῦ λέοντος, Ἰλ. Κ. 184· ἀδάμαντος ἔχων κρατερόφρονα θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 146.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />au cœur ferme, courageux.<br />'''Étymologie:''' [[κρατερός]], [[φρήν]].
}}
}}