Anonymous

κροσσωτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροσσωτός''': -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. [[κροκωτός]]· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. [[χιτών]]), ὁ, ὁ, χιτὼν [[μετὰ]] κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω [[ῥῆμα]] κατὰ συνθήκην πλασθὲν [[χάριν]] τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως.
|lstext='''κροσσωτός''': -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. [[κροκωτός]]· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. [[χιτών]]), ὁ, ὁ, χιτὼν [[μετὰ]] κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω [[ῥῆμα]] κατὰ συνθήκην πλασθὲν [[χάριν]] τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />garni d’une frange <i>ou</i> d’une bordure.<br />'''Étymologie:''' [[κροσσός]].
}}
}}