Anonymous

κρουνοχυτρολήραιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρουνοχυτρολήραιος''': ὁ, κωμικ. [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 89, ἀκρίτως ἐκχέων ἄφθονον καὶ μάταιον λῆρον, [[ἀνόητος]], περιττολόγος, [[φλύαρος]].
|lstext='''κρουνοχυτρολήραιος''': ὁ, κωμικ. [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 89, ἀκρίτως ἐκχέων ἄφθονον καὶ μάταιον λῆρον, [[ἀνόητος]], περιττολόγος, [[φλύαρος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />flux de paroles ; bavard insupportable.<br />'''Étymologie:''' [[κρουνός]], [[χύτρα]], [[λῆρος]].
}}
}}