Anonymous

λινοθώρηξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνοθώρηξ''': ηκος, ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ λινoθώραξ, ὁ φορῶν θώρακα ἐκ λίνου, Ἰλ. Β. 529, 830˙ ἐπὶ τῶν Περσῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 2.
|lstext='''λῐνοθώρηξ''': ηκος, ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ λινoθώραξ, ὁ φορῶν θώρακα ἐκ λίνου, Ἰλ. Β. 529, 830˙ ἐπὶ τῶν Περσῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 2.
}}
{{bailly
|btext=ηκος (ὁ, ἡ)<br />à la cuirasse de lin.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[θώρηξ]] ion. p. [[θώραξ]].
}}
}}