Anonymous

λειόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειόω''': ([[λεῖος]]) [[κάμνω]] τι λεῖον, ὁμαλόν, Μάρκελλ. Σιδήτ. 83· λ. ἐπιγραφήν, [[ἐξαλείφω]] αὐτήν, Θεόδ. Στουδ. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ὁμαλός]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 4. ΙΙ. [[λειοτριβέω]], εἰς λεπτὰ [[τρίβω]], [[κοπανίζω]], Ὀρειβάσ. 2. 230 Daremb., Θεοφρ. ἐν Νόνν., πρβλ. [[λεῖος]] ΙΙ.
|lstext='''λειόω''': ([[λεῖος]]) [[κάμνω]] τι λεῖον, ὁμαλόν, Μάρκελλ. Σιδήτ. 83· λ. ἐπιγραφήν, [[ἐξαλείφω]] αὐτήν, Θεόδ. Στουδ. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ὁμαλός]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 4. ΙΙ. [[λειοτριβέω]], εἰς λεπτὰ [[τρίβω]], [[κοπανίζω]], Ὀρειβάσ. 2. 230 Daremb., Θεοφρ. ἐν Νόνν., πρβλ. [[λεῖος]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lisser, polir.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]].
}}
}}