Anonymous

μακραύχην: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακραύχην''': ὁ, ἡ, ἔχων μακρὸν αὐχένα, [[μακρός]], κλῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1173· - οὐδ. πληθ., τὰ μακραύχενα Ἱππ. 1006Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1.
|lstext='''μακραύχην''': ὁ, ἡ, ἔχων μακρὸν αὐχένα, [[μακρός]], κλῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1173· - οὐδ. πληθ., τὰ μακραύχενα Ἱππ. 1006Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1.
}}
{{bailly
|btext=ενος (ὁ, ἡ)<br />au long cou ; long.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[αὐχήν]].
}}
}}