Anonymous

μειόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μειόω''': ([[μείων]]) [[μεῖον]] ποιῶ, ἐλαττώνω, τὸ [[χωρίον]] Πολύβ. 9. 20, 3· μ. τὸν ὁπλισμὸν τοῖς θώραξιν Διον. Ἁλ. 4. 16· - [[μετριάζω]], τὴν [[ἄγαν]] κάθαρσιν Ξεν. Ἱππ. 5, 9. 2) [[ὑποβιβάζω]], [[ἐξευτελίζω]], ταπεινώνω, ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα [[σύγε]] τοὺς φίλους ἠπίστω ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 4, 9· τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν Διόδ. 11. 77. 3) ἐλαττώνω διὰ λόγων, [[ὑποβιβάζω]], [[παριστάνω]] τι μικρότερον τοῦ ὄντος, ἀντίθετ. τῷ [[μεγαλύνω]], τὰ τῶν πολεμίων Ξεν. Κύρ. 6. 3, 11, πρβλ. Ἱέρωνα 2, 17· μειοῦν καὶ αὔξειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 18, 4. 4) [[βραχύνω]] συλλαβήν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974, Πλάτ. Κρατ. 409C, καὶ Ξεν. 2) [[γίνομαι]] [[χειρότερος]] ἢ ἀσθενέστερος, μ. τὴν διάνοιαν Ἀπομν. 4. 8, 1· [[μετὰ]] γεν., ὑπολείπομαι, θυσίας δὲ θύων μικρὰς ἀπὸ μικρῶν οὐδὲν ἡγεῖτο μειοῦσθαι τῶν ἀπὸ πολλῶν κτλ. ὁ αὐτ. 1. 3, 3, πρβλ. Κύρ. 7. 5, 65.
|lstext='''μειόω''': ([[μείων]]) [[μεῖον]] ποιῶ, ἐλαττώνω, τὸ [[χωρίον]] Πολύβ. 9. 20, 3· μ. τὸν ὁπλισμὸν τοῖς θώραξιν Διον. Ἁλ. 4. 16· - [[μετριάζω]], τὴν [[ἄγαν]] κάθαρσιν Ξεν. Ἱππ. 5, 9. 2) [[ὑποβιβάζω]], [[ἐξευτελίζω]], ταπεινώνω, ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα [[σύγε]] τοὺς φίλους ἠπίστω ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 4, 9· τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν Διόδ. 11. 77. 3) ἐλαττώνω διὰ λόγων, [[ὑποβιβάζω]], [[παριστάνω]] τι μικρότερον τοῦ ὄντος, ἀντίθετ. τῷ [[μεγαλύνω]], τὰ τῶν πολεμίων Ξεν. Κύρ. 6. 3, 11, πρβλ. Ἱέρωνα 2, 17· μειοῦν καὶ αὔξειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 18, 4. 4) [[βραχύνω]] συλλαβήν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974, Πλάτ. Κρατ. 409C, καὶ Ξεν. 2) [[γίνομαι]] [[χειρότερος]] ἢ ἀσθενέστερος, μ. τὴν διάνοιαν Ἀπομν. 4. 8, 1· [[μετὰ]] γεν., ὑπολείπομαι, θυσίας δὲ θύων μικρὰς ἀπὸ μικρῶν οὐδὲν ἡγεῖτο μειοῦσθαι τῶν ἀπὸ πολλῶν κτλ. ὁ αὐτ. 1. 3, 3, πρβλ. Κύρ. 7. 5, 65.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> au propre, diminuer, amoindrir, acc. ; <i>Pass. fig.</i> décliner, baisser ; avec un gén. être <i>ou</i> devenir inférieur à;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> diminuer, amoindrir (en dignité, en considération, en importance);<br /><b>2</b> diminuer, rabaisser (en parole).<br />'''Étymologie:''' [[μείων]].
}}
}}