Anonymous

μεταγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταγιγνώσκω''': Ἰων. καὶ μεταγεν., -γῑνώσκω· μέλλ. -γνώσομαι· ἀόρ. μετέγνων. Γινώσκω κατόπιν, δηλ.: πολὺ ἀργά, ἄταν... μεταγνοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 110. II. [[μεταβάλλω]] γνώμην, μετανοῶ, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 40, 86· μετέγνων, [[ἔγνων]] δέ... μετέβαλον γνώμην καὶ ἀπεφάσισα..., ὁ αὐτ. ἐν 7. 15· μεταγνοὺς ὀρθῶς ἂν βουλεύσαιτο Ἀντιφῶν 140. 17, πρβλ. Θουκ. 4. 92, Πλάτ. Φαῖδρ. 231Α· [[οὔκουν]] ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι [[πάλιν]]; Σοφ. Φιλ. 1270. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[μεταβάλλω]] γνώμην ἢ [[φρόνημα]] [[περί]] τινος πράγματος, μετανοῶ διά τι, μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ’ εἰρημένα Εὐρ. Μήδ. 64· μ. τὰ προδεδογμένα, [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ προηγουμένην ἀπόφασιν, Θουκ. 3. 40 πρβλ. Λουκ. Νέρωνα 4. 3) μετ’ ἀπαρ., [[μεταβάλλω]] τὴν γνώμην μου καὶ [[πράττω]] τι διάφορον, τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω Αἰσχύλ. Ἀγ. 221· ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι Θουκ. 1. 44· μετ. ὡς..., [[μεταβάλλω]] γνώμην καὶ [[νομίζω]] ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 5. 5, 40· πρβλ. [[μεταβουλεύω]] ΙΙ, [[μεταλαμβάνω]] ΙΙΙ, [[μετανοέω]].
|lstext='''μεταγιγνώσκω''': Ἰων. καὶ μεταγεν., -γῑνώσκω· μέλλ. -γνώσομαι· ἀόρ. μετέγνων. Γινώσκω κατόπιν, δηλ.: πολὺ ἀργά, ἄταν... μεταγνοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 110. II. [[μεταβάλλω]] γνώμην, μετανοῶ, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 40, 86· μετέγνων, [[ἔγνων]] δέ... μετέβαλον γνώμην καὶ ἀπεφάσισα..., ὁ αὐτ. ἐν 7. 15· μεταγνοὺς ὀρθῶς ἂν βουλεύσαιτο Ἀντιφῶν 140. 17, πρβλ. Θουκ. 4. 92, Πλάτ. Φαῖδρ. 231Α· [[οὔκουν]] ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι [[πάλιν]]; Σοφ. Φιλ. 1270. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[μεταβάλλω]] γνώμην ἢ [[φρόνημα]] [[περί]] τινος πράγματος, μετανοῶ διά τι, μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ’ εἰρημένα Εὐρ. Μήδ. 64· μ. τὰ προδεδογμένα, [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ προηγουμένην ἀπόφασιν, Θουκ. 3. 40 πρβλ. Λουκ. Νέρωνα 4. 3) μετ’ ἀπαρ., [[μεταβάλλω]] τὴν γνώμην μου καὶ [[πράττω]] τι διάφορον, τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω Αἰσχύλ. Ἀγ. 221· ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι Θουκ. 1. 44· μετ. ὡς..., [[μεταβάλλω]] γνώμην καὶ [[νομίζω]] ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 5. 5, 40· πρβλ. [[μεταβουλεύω]] ΙΙ, [[μεταλαμβάνω]] ΙΙΙ, [[μετανοέω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταγνώσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> reconnaître trop tard, acc.;<br /><b>2</b> changer de projet, revenir sur une résolution : [[τι]] revenir sur une détermination, avec un inf. ; <i>ou avec</i> [[ὡς]] revenir sur une résolution et se résoudre à <i>ou</i> décider que ; avoir regret de, se repentir de : [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[γιγνώσκω]].
}}
}}