Anonymous

μεταίρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταίρω''': Αἰολ. πεδ-, [[ἐγείρω]] καὶ μετακινῶ, μεταθέτω, [[ἄγαλμα]] ἐκ βάθρων Εὐρ. Ι. Τ. 1157· πέδαιρε [[κῶλον]], [[πόδα]] ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 819, 872· νέους πεδαίρουσα Φοίν. 1027· μ. ἐκ... εἰς..., Πλούτ. 2. 1089D· [[ψήφισμα]] μ., ἀνακαλεῖν [[ψήφισμα]], καταργεῖν, Δημ. 395. ἐν τέλ. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., [[μεταβαίνω]] εἰς ἄλλον τόπον, [[μεταναστεύω]], ἐπὶ πτηνῶν, Εὐμάθ. σ. 129· [[ἀπέρχομαι]], [[ἐκεῖθεν]] Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 53, πρβλ. ιθ΄, 1.
|lstext='''μεταίρω''': Αἰολ. πεδ-, [[ἐγείρω]] καὶ μετακινῶ, μεταθέτω, [[ἄγαλμα]] ἐκ βάθρων Εὐρ. Ι. Τ. 1157· πέδαιρε [[κῶλον]], [[πόδα]] ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 819, 872· νέους πεδαίρουσα Φοίν. 1027· μ. ἐκ... εἰς..., Πλούτ. 2. 1089D· [[ψήφισμα]] μ., ἀνακαλεῖν [[ψήφισμα]], καταργεῖν, Δημ. 395. ἐν τέλ. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., [[μεταβαίνω]] εἰς ἄλλον τόπον, [[μεταναστεύω]], ἐπὶ πτηνῶν, Εὐμάθ. σ. 129· [[ἀπέρχομαι]], [[ἐκεῖθεν]] Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 53, πρβλ. ιθ΄, 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταρῶ, <i>ao.</i> [[μετῆρα]];<br />enlever pour transporter.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[αἴρω]].
}}
}}