3,277,119
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετασχημᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[μεταβάλλω]] τὸ [[σχῆμα]], τὴν μορφὴν προσώπου ἢ πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 903Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθ. 2. 9, 8. - Παθ., μεταβάλλομαι κατὰ τὸ [[σχῆμα]], Πλάτ. Νόμ. 906C, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 19. ΙΙ. [[ταῦτα]] δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, [[ταῦτα]] δὲ ἀδελφοί, μετήνεγκα εἰς ἐμαυτὸν καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ διὰ σᾶς, δηλ. δι’ ὅσων εἶπα περὶ [[ἐμαυτοῦ]] καὶ τοῦ Ἀπολλώ, ἔδειξα τί [[εἶναι]] ἀληθὲς περὶ πάντων τῶν χριστιανῶν διδασκάλων, α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 6. | |lstext='''μετασχημᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[μεταβάλλω]] τὸ [[σχῆμα]], τὴν μορφὴν προσώπου ἢ πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 903Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθ. 2. 9, 8. - Παθ., μεταβάλλομαι κατὰ τὸ [[σχῆμα]], Πλάτ. Νόμ. 906C, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 19. ΙΙ. [[ταῦτα]] δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, [[ταῦτα]] δὲ ἀδελφοί, μετήνεγκα εἰς ἐμαυτὸν καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ διὰ σᾶς, δηλ. δι’ ὅσων εἶπα περὶ [[ἐμαυτοῦ]] καὶ τοῦ Ἀπολλώ, ἔδειξα τί [[εἶναι]] ἀληθὲς περὶ πάντων τῶν χριστιανῶν διδασκάλων, α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> μετεσχηματισμένος;<br />revêtir d’une autre forme, transformer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[σχηματίζω]]. | |||
}} | }} |