3,273,724
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νωθρός''': -ά, -όν, = [[νωθής]], [[δυσκίνητος]], [[ὀκνηρός]], [[χαῦνος]], [[χαλαρός]], Ἱππ. 75Η, 77D, κτλ.· ν. σφυγμὸς 137D· ν. καταφορά, βαρὺς ἢ βαθὺς [[ὕπνος]], 1085G· νωθρότερος τὴν ἀκοὴν Ἡλιόδ. 5. 1. ― Ἐπίρρ. -θρῶς, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Πολύβ. 3. 90, 6· ἀνέτως, μεθ’ ἡσυχίας, Ἱππ. Ἀφ. 1244· [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα, νωθρῶς, ἡδυπαθῶς, Ἀνθ. Π. 5. 55. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ν. πρὸς τὰς μαθήσεις Πλάτ. Θεαίτ. 144Β, νωθρότερον Ἀμειψίας ἐν «Σαπφοῖ» 1· νωθραῖς ἐλπίσιν Βαβρ. 16. 7. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ποιῶν τινα νωθρόν, χαῦνον, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. πρ. Μ. 6. 48. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νωθρόν, νωχελές, ἀσθενές». | |lstext='''νωθρός''': -ά, -όν, = [[νωθής]], [[δυσκίνητος]], [[ὀκνηρός]], [[χαῦνος]], [[χαλαρός]], Ἱππ. 75Η, 77D, κτλ.· ν. σφυγμὸς 137D· ν. καταφορά, βαρὺς ἢ βαθὺς [[ὕπνος]], 1085G· νωθρότερος τὴν ἀκοὴν Ἡλιόδ. 5. 1. ― Ἐπίρρ. -θρῶς, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Πολύβ. 3. 90, 6· ἀνέτως, μεθ’ ἡσυχίας, Ἱππ. Ἀφ. 1244· [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα, νωθρῶς, ἡδυπαθῶς, Ἀνθ. Π. 5. 55. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ν. πρὸς τὰς μαθήσεις Πλάτ. Θεαίτ. 144Β, νωθρότερον Ἀμειψίας ἐν «Σαπφοῖ» 1· νωθραῖς ἐλπίσιν Βαβρ. 16. 7. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ποιῶν τινα νωθρόν, χαῦνον, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. πρ. Μ. 6. 48. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νωθρόν, νωχελές, ἀσθενές». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />lent, nonchalant, paresseux.<br />'''Étymologie:''' [[νωθής]]. | |||
}} | }} |