Anonymous

πώγων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πώγων''': -ωνος, ὁ, ἡ [[γενειάς]], τὸ [[γένειον]], πώγωνα μέγα ἔχειν Ἡρόδ. 1. 175· π. φύειν ὁ αὐτ. 8. 104 (πρβλ. φύω), πώγωνα καθιέναι, [[ὅταν]] ἀφίνῃ τις αὐτὸν νὰ αὐξηθῇ, Λατ. barbam promittere, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 99· ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 7· βαθὺν π. καθειμένος Λουκ. Φιλοψ. 5, πρβλ. Ἁλ. 11, Πλουτ. Ἀντών. 18· π. [[ποδήρης]] καθεῖται Πλούτ. 2. 52C· πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχῇ· τὸν π. ξύρεσθαι, κατακείρειν Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α, Πλούτ. 2. 52D. 2) ἐπὶ ζῴων, π. ἱππελάφου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 20· ἐπὶ τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τράγου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332D· - [[ὡσαύτως]] ἡ ἐρρυτιδωμένη σὰρξ ἡ περὶ τὸ [[ῥάμφος]] τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 10, πρβλ. 2. 1, 20, Ἀθήν. 655D, κτλ.· τὰ σαρκώδη ἐκφύματα τὰ ὑπὸ τὴν σιαγόνα τοῦ ἀλεκτρύονος, τὰ «χαρχάλια», Ἀμμώνιος ἐν λ. κάλλαια. 3) ἐν τοῖς φυτοῖς, πρβλ. [[τραγοπώγων]]. 4) «βέλους δ’ αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται» [[Πολυδ]]. Ζ´, 158, κλπ. 5) [[πώγων]] πυρὸς ἢ [[φλογός]], [[γλῶσσα]] [[φλογός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 306, Εὐρ. Ἀποσπ. 833. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πώγων]]· [[γένειον]]. ἄλλοι τὴν ἀναφορὰν τῆς [[φλογός]]».
|lstext='''πώγων''': -ωνος, ὁ, ἡ [[γενειάς]], τὸ [[γένειον]], πώγωνα μέγα ἔχειν Ἡρόδ. 1. 175· π. φύειν ὁ αὐτ. 8. 104 (πρβλ. φύω), πώγωνα καθιέναι, [[ὅταν]] ἀφίνῃ τις αὐτὸν νὰ αὐξηθῇ, Λατ. barbam promittere, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 99· ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 7· βαθὺν π. καθειμένος Λουκ. Φιλοψ. 5, πρβλ. Ἁλ. 11, Πλουτ. Ἀντών. 18· π. [[ποδήρης]] καθεῖται Πλούτ. 2. 52C· πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχῇ· τὸν π. ξύρεσθαι, κατακείρειν Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α, Πλούτ. 2. 52D. 2) ἐπὶ ζῴων, π. ἱππελάφου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 20· ἐπὶ τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τράγου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332D· - [[ὡσαύτως]] ἡ ἐρρυτιδωμένη σὰρξ ἡ περὶ τὸ [[ῥάμφος]] τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 10, πρβλ. 2. 1, 20, Ἀθήν. 655D, κτλ.· τὰ σαρκώδη ἐκφύματα τὰ ὑπὸ τὴν σιαγόνα τοῦ ἀλεκτρύονος, τὰ «χαρχάλια», Ἀμμώνιος ἐν λ. κάλλαια. 3) ἐν τοῖς φυτοῖς, πρβλ. [[τραγοπώγων]]. 4) «βέλους δ’ αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται» [[Πολυδ]]. Ζ´, 158, κλπ. 5) [[πώγων]] πυρὸς ἢ [[φλογός]], [[γλῶσσα]] [[φλογός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 306, Εὐρ. Ἀποσπ. 833. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πώγων]]· [[γένειον]]. ἄλλοι τὴν ἀναφορὰν τῆς [[φλογός]]».
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br /><b>1</b> barbe;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> langue de feu.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}