Anonymous

ὀμβρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμβρέω''': βρέχω, [[Ζεὺς]] ὀμβρεῖ (ὡς τὸ [[Ζεὺς]] ὕει)· μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, [[ὅταν]] [[μετὰ]] τὴν ὀπώραν βρέξῃ ὁ Ζεύς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1399, Λυκόφρ. 79. ΙΙ. μεταβ., βρέχω ἀφθόνως ἐπί τινος, «καταιβάζω», ἀγαθὸν ὀμβρ. τινι Φίλων 1, 402· πηγὰς γάλακτος ὀμβρ. ἐν μαστοῖς ὁ αὐτ. 2. 397. 2) [[δροσίζω]], [[ὑγραίνω]], τι δακρύοις Ἀνθ. Π. 7. 340.
|lstext='''ὀμβρέω''': βρέχω, [[Ζεὺς]] ὀμβρεῖ (ὡς τὸ [[Ζεὺς]] ὕει)· μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός, [[ὅταν]] [[μετὰ]] τὴν ὀπώραν βρέξῃ ὁ Ζεύς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1399, Λυκόφρ. 79. ΙΙ. μεταβ., βρέχω ἀφθόνως ἐπί τινος, «καταιβάζω», ἀγαθὸν ὀμβρ. τινι Φίλων 1, 402· πηγὰς γάλακτος ὀμβρ. ἐν μαστοῖς ὁ αὐτ. 2. 397. 2) [[δροσίζω]], [[ὑγραίνω]], τι δακρύοις Ἀνθ. Π. 7. 340.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> pleuvoir;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> laisser couler, faire couler;<br /><b>2</b> mouiller, humecter.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμβρος]].
}}
}}