3,274,921
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλίγος''': [ῐ], -η, -ον, Ταραντῖν. [[ὀλίος]], ὃ ἴδε: (ἴδε ἐν τέλ.): - ἐπὶ ἀριθμοῦ ἢ ποσότητος, [[ὀλίγος]], [[σπάνιος]], [[μικρός]], ἀντίθετ. τῷ [[πολύς]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ., ἀλλὰ σπάνιον παρὰ τοῖς Τραγ.· ὀλίγα κακὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 330· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τόπου ἢ διαστήματος, Ἰλ. Κ. 161, κτλ.· καὶ ἐπὶ χρόνου, Τ. 157., Ψ. 418, Πίνδ., κτλ.· ἐν βραχεῖ τε κὠλίγῳ χρόνῳ Σοφ. Ἀποσπ. 572. - Ἐν ταῖς ὀλιγαρχίαις οἱ ἔχοντες τὴν ἀρχὴν ἐκαλοῦντο οἱ ὀλίγοι, Θουκ. 6. 38., 8. 9, κτλ.· ἡ ὑπὸ τῶν ὀλ. [[δυναστεία]], αἱ διὰ τῶν ὀλ. δυναστεῖαι Πλάτ. Πολιτικ. 291D, Δημ. 1396. 21· [[οὕτως]], ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλ. [[μέσον]] Πλάτ. Πολιτικ. 303Α. 2) μετ’ ἀπαρ., ὀλίγους ... στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλέειν Ἡρόδ. 6. 109. πρβλ. 7. 207· μὴ ... αἱ σφέτεραι [[δέκα]] [[νῆες]] ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν Θουκ. 1. 50. ΙΙ. ἐπὶ μεγέθους, [[ὀλίγος]], [[μικρός]], ἀντίθετ. τῷ [[μέγας]], Ἰλ. Ξ. 376, Ὀδ. Κ. 94, κλ.· ὀλίγῃ ὀπί, [[μετὰ]] μικρᾶς, ἀσθενοῦς φωνῆς, Ξ. 492· [[ὀλίγος]] [[κῶρος]], μικρὸς [[παῖς]], Θεόκρ. 1. 47· ἡ [[σημασία]] αὕτη [[εἶναι]] πολλῷ ἧττον κοινὴ τῆς πρώτης καὶ [[εἶναι]] [[σπανία]] ἐν τῇ πεζογραφίᾳ, Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 530. 2) [[ἐνίοτε]] ἔχει σημασίαν κειμένην μεταξὺ τῆς τοῦ μεγέθους καὶ τῆς ποσότητος, ὀλ. [[ἄχθος]] Ἰλ. Μ. 452· [[δόσις]] Ὀδ. Ζ. 208· ὀλ. ἢ οὐδὲν Πλάτ. Ἀπολ. 23Δ· οὐδὲν ἢ ὀλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 7. 3) ἐπὶ βαθμοῦ, ὀλ. καὶ [[μέγας]], μικροῦ καὶ μεγάλου βαθμοῦ, Καλλῖν. 1. 17. ΙΙΙ. Ὁ Ὅμ. ἔχει [[συχνάκις]] τὸ οὐδ. ὀλίγον, ὡς ἐπίρρ., [[μετὰ]] ῥημάτων, ὀλίγον παρακλίνας Ἰλ. Ψ. 424, πρβλ. Λ. 52· φροντίσας Εὐρ. Κύκλ. 163· προελθὼν Πλάτ. Πρωτ. 339D· [[οὕτως]] οὐδ. πληθυντ., ἠκροβολίσαντο ὀλίγα Θουκ. 3. 73. 2) [[μετὰ]] συγκρ. ἐπιθ., ὀλίγον προγενέστερος Ἰλ. Ψ. 789· ὀλ. ἧσσον Ὀδ. Ο. 364 στιβαρώτερος οὐκ ὀλ. περ Θ. 187· φέρτερος οὐκ ὀλ. περ Ἰλ. Τ. 217· οὕτω, ὀλ. τι πρότερον Ἡρόδ. 4. 81, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 262Β, κτλ.· ὀλ. [[ὕστερον]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 454Β, κτλ.· ἀλλὰ ὀλίγῳ [[εἶναι]] κοινότερον [[μετὰ]] συγκρ. παρὰ πεζογράφοις, Ἡρόδ. 4. 79., 7. 113, Πλάτ. Γοργ. 460C, Πολ. 327, κτλ. IV. Ἰδιαίτεραι φράσεις: 1) ὀλίγου [[δεῖν]], σχεδὸν (ἴδε ἐν λ. δεῖ ΙΙ), ὀλίγου ἐδέησε καταλαβεῖν, ὀλίγον μόνον ἔλειψε νὰ καταλάβῃ, Ἡροδ. 7. 10. 3· - [[ἐντεῦθεν]] μόνον ὀλίγου, [[σχεδόν]], παρ’ ὀλίγον, ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Ὀδ. Ξ. 37, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 348, 381, Νεφ. 722, Λυσίας 141. 15, Πλάτ. Πρωτ. 361C, Δημ. 448. 24, κτλ.· ὀλίγου (ἢ ὀλίγῳ) ἐς χιλίους, σχεδὸν 1000, Θουκ. 4. 124· ὀλίγου ἦλθον [[ἑλεῖν]] (ἴδε κατωτ. 8) Παυσ. 1. 13, 6, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 184 κἑξ. 2) δι’ ὀλίγου (δηλ. χώρου), εἰς ὀλίγην ἀπόστασιν, Αἰσχύλ. Θήβ. 762, Εὐρ. Φοίν. 1098, Θουκ. 2. 89., 3. 21· - [[ὡσαύτως]], δι’ ὀλίγου (δηλ. χρόνου), ἐντὸς ὀλίγου χρόνου, αἰφνιδίως, ὁ αὐτ. 2. 85, 6. 11, κτλ.· - [[ἀλλά]], β) δι’ ὀλίγων, μὲ ὀλίγας λέξεις, Λατ. paucis, Πλάτ. Φίληβ. 31D, κτλ.· ἴδε κατωτ. VI. 2. 3) ἐν ὀλίγῳ (δηλ. χώρῳ, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 70), ἐντὸς μικροῦ διαστήματος, ἐντὸς μικρᾶς περιοχῆς, ἐν ὀλ. στρατοπεδευομένοις Θουκ. 4. 26, πρβλ. 96· εἰς ταὐτὸ πάντα ... ἀθροίσαντα ἐν ὀλ. Δημ. 33. 18· - [[ὡσαύτως]], ἐν ὀλίγῳ (δηλ. χρόνῳ), ἐντὸς ὀλίγου χρόνου, Πινδ. Π. 8. 131· ἀλλὰ καί, [[ταχέως]], ἐν τάχει, [[ἔγνων]] καὶ περὶ ποιητῶν ἐν ὀλ. τοῦτο Πλάτ. Ἀπολ. 22Β· ὁμοία [[εἶναι]] ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ἐν ὀλίγῳ, ἐν ταῖς Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, 28. β) ἐν ὀλίγοις, εἷς μεταξὺ ὀλίγων, δηλ. εἰς ὑπερβολήν, [[σφόδρα]], ποταμὸς [[μέγας]] ἐν ὀλ. Ἡρόδ. 4. 52· ἐν ὀλίγοισι Περσέων ... ἀνὴρ [[δόκιμος]] ὁ αὐτ. 9. 41· [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς μεταγενεστ., Ἡλιόδ. 3. 1, Πλουτ. Πομπ. 10, ἴδε Hemst. εἰς Λουκ. π. Ἐνυπν. 2· οὕτω, σὺν ὀλίγοις, ἴδε κατωτ. 9. 4) ἐξ ὀλίγου = δι’ ὀλίγου, ἐπὶ χρόνου, ἐξ ὀλίγου καὶ δι’ ὀργῆς Θουκ. 2. 11, πρβλ. 61., 4. 108, κτλ. 5) ἐς ὀλίγον, ὡς τὸ παρ’ ὀλίγον, παρὰ μικρόν, μικροῦ [[δεῖν]] …, ἐς ὀλίγον ἀφίκετο τοῦ νικηθῆναι ὁ αὐτ. 4. 129. 6) ἐπ’ ὀλίγον, «δι’ ὀλίγον καιρόν», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 5, 1, Ἡρῳδιαν., κτλ. 7) κατ’ ὀλίγον, «ὀλίγον κατ’ ὀλίγον», Θουκ. 1. 69, Πλάτ. Τίμ. 85D, Λουκ. Τίμ. 4, κτλ.· ἀλλὰ τὸ ἐπίθετ. [[συχνάκις]] λαμβάνει τὸ γένος καὶ τὸν ἀριθμὸν τοῦ οὐσιαστικοῦ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, κατ’ ὀλίγους Ἡρόδ. 2. 93., 8. 113· οὗτοι κατ’ ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο, ὀλίγοι [[ἑκάστοτε]], κατὰ μικρὰς ὁμάδας, ὁ αὐτ. 9. 102, πρβλ. Θουκ. 4. 10, Πλάτ. Θεαίτ. 197D. 8) μετ’ ὀλίγον τούτων, ὀλίγον [[μετὰ]] [[ταῦτα]] …, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 2. 9) παρ’ ὀλίγον, ὡς τὸ ὀλίγου, «ὀλίγον ἔλειψε να …», [[σχεδόν]], Εὐρ. Ι. Τ. 872· παρ’ ὀλίγον ἦλθε τοῦ μὴ ἐκπεσεῖν Πολύβ. 2. 55, 4, πρβλ. 18. 29, 12· - [[ἀλλά]], β) παρ’ ὀλίγον ποιοῦμαι, θεωρῶ ὡς μικρᾶς σημασίας καὶ ὀλίγης προσοχῆς ἄξιον, ἴδε παρὰ Γ. Ι. 5. β. 10) σὺν ὀλίγοις = ἐν ὀλίγοις, Πλουτ. Γάλβ. 3· ἴδε ἀνωτ. IV. 3. β. V. Τὸ Ἐπίρρ. [[ὀλίγως]], [[εἶναι]] σπάνιον, καὶ ἀντ’ [[αὐτοῦ]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ ὀλίγον ἢ ὀλίγῳ, οὐκ [[ὀλίγως]] Ἀνθ. Π. 12. 205. VI. Βαθμοὶ παραθέσεως: 1) τὸ συγκριτικὸν συνήθως ἀναπληροῦται διὰ τοῦ [[μείων]], [[ἥσσων]] ἢ [[ἐλάσσων]]· ὁ [[τύπος]] [[ὀλίζων]], ον, γεν. ονος, ἐσχηματισμένος κατὰ τὸ μείζων, ([[μέγας]]), ἐν χρήσει ἀείποτε ἐπὶ σμικρότητος ἀπαντᾷ [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς, Καλλ. εἰς Δία 71, Νικ. Θηρ. 372, Ἀνθ. Π. 9. 521· ἀλλ’ ἀνεγνώσθη ἤδη, τοῖσι ... ὀλείζοσι (οὕτω) μυστηρίοις ἐν παλαιᾷ τινι Ἀττ. ἐπιγραφῇ, (Ἐπιγρ. Βρετ. Μουσ. 2Β. 34), πρβλ. [[ὀλείζων]]· καὶ τὸ σύνθετ. ὑπολίζοντες ἀπαντᾶ ἐν Ἰλ. Σ. 519 ἀντὶ τοῦ ὀλίζωνες, ἐν Νικ. Θ. 123, ὁ Bentl. ἀναγινώσκει [[ὀλιζότερος]], ὡς ἐν Ἀλεξιφ. 479, Ὀππ. Κυν. 3. 65, 394· - ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] ὀλιγώτερος πρῶτον παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 2. 42., 6. 51. 2) Ὑπερθ. [[ὀλίγιστος]], -η, -ον, (ἐσχηματισμένον κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὰ κάκιστος, [[φίλιστος]], κτλ.), ἀείποτε ἐπὶ ἀριθμοῦ ἢ ποσότητος, Ἰλ. Τ. 223, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 721· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., ὡς Ἀριστοφ. Βάτρ. 115, Πλ. 628, Πλάτ. Πολ. 473Β, κ. ἀλλ. - ὀλιγίστου, ὑπερθ. τοῦ ὀλίγου, (πρβλ. IV. 1), «παρὰ μικρόν», Φώτ. Ἡσύχ.· - ὀλίγιστον ἢ τὸ ὀλίγιστον, ὡς Ἐπίρρ., Λατ. minime, Πλάτ. Πολ. 587Β, Παρμ. 149Α· ὡς ὀλίγιστα Γοργ. 510Ε, Νόμ. 953Α· οὕτω, δι’ ὀλιγίστων ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 351D· (Πρὸς τὰ ὀλίγος, ὀλίζων (δηλ. ὀλιγίων), ὀλιγοστός, ὀλιγάκις, πρβλ. Σανσκρ. liś, liś-yê (parvus fio), leś-as (ἐπίθετ. parvus, paucus)· Ἀρχ. Πρωσσ. lik-rets, (ὀλίγον)· ἄρα τὸ ὀ- [[εἶναι]] εὐφων., καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει λιζὸν ([[γραπτέον]] λίζον) = ἔλαττον, λιζῶνες, λίζονες;) = ἐλάττονες. | |lstext='''ὀλίγος''': [ῐ], -η, -ον, Ταραντῖν. [[ὀλίος]], ὃ ἴδε: (ἴδε ἐν τέλ.): - ἐπὶ ἀριθμοῦ ἢ ποσότητος, [[ὀλίγος]], [[σπάνιος]], [[μικρός]], ἀντίθετ. τῷ [[πολύς]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ., ἀλλὰ σπάνιον παρὰ τοῖς Τραγ.· ὀλίγα κακὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 330· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τόπου ἢ διαστήματος, Ἰλ. Κ. 161, κτλ.· καὶ ἐπὶ χρόνου, Τ. 157., Ψ. 418, Πίνδ., κτλ.· ἐν βραχεῖ τε κὠλίγῳ χρόνῳ Σοφ. Ἀποσπ. 572. - Ἐν ταῖς ὀλιγαρχίαις οἱ ἔχοντες τὴν ἀρχὴν ἐκαλοῦντο οἱ ὀλίγοι, Θουκ. 6. 38., 8. 9, κτλ.· ἡ ὑπὸ τῶν ὀλ. [[δυναστεία]], αἱ διὰ τῶν ὀλ. δυναστεῖαι Πλάτ. Πολιτικ. 291D, Δημ. 1396. 21· [[οὕτως]], ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλ. [[μέσον]] Πλάτ. Πολιτικ. 303Α. 2) μετ’ ἀπαρ., ὀλίγους ... στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλέειν Ἡρόδ. 6. 109. πρβλ. 7. 207· μὴ ... αἱ σφέτεραι [[δέκα]] [[νῆες]] ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν Θουκ. 1. 50. ΙΙ. ἐπὶ μεγέθους, [[ὀλίγος]], [[μικρός]], ἀντίθετ. τῷ [[μέγας]], Ἰλ. Ξ. 376, Ὀδ. Κ. 94, κλ.· ὀλίγῃ ὀπί, [[μετὰ]] μικρᾶς, ἀσθενοῦς φωνῆς, Ξ. 492· [[ὀλίγος]] [[κῶρος]], μικρὸς [[παῖς]], Θεόκρ. 1. 47· ἡ [[σημασία]] αὕτη [[εἶναι]] πολλῷ ἧττον κοινὴ τῆς πρώτης καὶ [[εἶναι]] [[σπανία]] ἐν τῇ πεζογραφίᾳ, Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 530. 2) [[ἐνίοτε]] ἔχει σημασίαν κειμένην μεταξὺ τῆς τοῦ μεγέθους καὶ τῆς ποσότητος, ὀλ. [[ἄχθος]] Ἰλ. Μ. 452· [[δόσις]] Ὀδ. Ζ. 208· ὀλ. ἢ οὐδὲν Πλάτ. Ἀπολ. 23Δ· οὐδὲν ἢ ὀλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 7. 3) ἐπὶ βαθμοῦ, ὀλ. καὶ [[μέγας]], μικροῦ καὶ μεγάλου βαθμοῦ, Καλλῖν. 1. 17. ΙΙΙ. Ὁ Ὅμ. ἔχει [[συχνάκις]] τὸ οὐδ. ὀλίγον, ὡς ἐπίρρ., [[μετὰ]] ῥημάτων, ὀλίγον παρακλίνας Ἰλ. Ψ. 424, πρβλ. Λ. 52· φροντίσας Εὐρ. Κύκλ. 163· προελθὼν Πλάτ. Πρωτ. 339D· [[οὕτως]] οὐδ. πληθυντ., ἠκροβολίσαντο ὀλίγα Θουκ. 3. 73. 2) [[μετὰ]] συγκρ. ἐπιθ., ὀλίγον προγενέστερος Ἰλ. Ψ. 789· ὀλ. ἧσσον Ὀδ. Ο. 364 στιβαρώτερος οὐκ ὀλ. περ Θ. 187· φέρτερος οὐκ ὀλ. περ Ἰλ. Τ. 217· οὕτω, ὀλ. τι πρότερον Ἡρόδ. 4. 81, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 262Β, κτλ.· ὀλ. [[ὕστερον]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 454Β, κτλ.· ἀλλὰ ὀλίγῳ [[εἶναι]] κοινότερον [[μετὰ]] συγκρ. παρὰ πεζογράφοις, Ἡρόδ. 4. 79., 7. 113, Πλάτ. Γοργ. 460C, Πολ. 327, κτλ. IV. Ἰδιαίτεραι φράσεις: 1) ὀλίγου [[δεῖν]], σχεδὸν (ἴδε ἐν λ. δεῖ ΙΙ), ὀλίγου ἐδέησε καταλαβεῖν, ὀλίγον μόνον ἔλειψε νὰ καταλάβῃ, Ἡροδ. 7. 10. 3· - [[ἐντεῦθεν]] μόνον ὀλίγου, [[σχεδόν]], παρ’ ὀλίγον, ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Ὀδ. Ξ. 37, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 348, 381, Νεφ. 722, Λυσίας 141. 15, Πλάτ. Πρωτ. 361C, Δημ. 448. 24, κτλ.· ὀλίγου (ἢ ὀλίγῳ) ἐς χιλίους, σχεδὸν 1000, Θουκ. 4. 124· ὀλίγου ἦλθον [[ἑλεῖν]] (ἴδε κατωτ. 8) Παυσ. 1. 13, 6, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 184 κἑξ. 2) δι’ ὀλίγου (δηλ. χώρου), εἰς ὀλίγην ἀπόστασιν, Αἰσχύλ. Θήβ. 762, Εὐρ. Φοίν. 1098, Θουκ. 2. 89., 3. 21· - [[ὡσαύτως]], δι’ ὀλίγου (δηλ. χρόνου), ἐντὸς ὀλίγου χρόνου, αἰφνιδίως, ὁ αὐτ. 2. 85, 6. 11, κτλ.· - [[ἀλλά]], β) δι’ ὀλίγων, μὲ ὀλίγας λέξεις, Λατ. paucis, Πλάτ. Φίληβ. 31D, κτλ.· ἴδε κατωτ. VI. 2. 3) ἐν ὀλίγῳ (δηλ. χώρῳ, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 70), ἐντὸς μικροῦ διαστήματος, ἐντὸς μικρᾶς περιοχῆς, ἐν ὀλ. στρατοπεδευομένοις Θουκ. 4. 26, πρβλ. 96· εἰς ταὐτὸ πάντα ... ἀθροίσαντα ἐν ὀλ. Δημ. 33. 18· - [[ὡσαύτως]], ἐν ὀλίγῳ (δηλ. χρόνῳ), ἐντὸς ὀλίγου χρόνου, Πινδ. Π. 8. 131· ἀλλὰ καί, [[ταχέως]], ἐν τάχει, [[ἔγνων]] καὶ περὶ ποιητῶν ἐν ὀλ. τοῦτο Πλάτ. Ἀπολ. 22Β· ὁμοία [[εἶναι]] ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ἐν ὀλίγῳ, ἐν ταῖς Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, 28. β) ἐν ὀλίγοις, εἷς μεταξὺ ὀλίγων, δηλ. εἰς ὑπερβολήν, [[σφόδρα]], ποταμὸς [[μέγας]] ἐν ὀλ. Ἡρόδ. 4. 52· ἐν ὀλίγοισι Περσέων ... ἀνὴρ [[δόκιμος]] ὁ αὐτ. 9. 41· [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς μεταγενεστ., Ἡλιόδ. 3. 1, Πλουτ. Πομπ. 10, ἴδε Hemst. εἰς Λουκ. π. Ἐνυπν. 2· οὕτω, σὺν ὀλίγοις, ἴδε κατωτ. 9. 4) ἐξ ὀλίγου = δι’ ὀλίγου, ἐπὶ χρόνου, ἐξ ὀλίγου καὶ δι’ ὀργῆς Θουκ. 2. 11, πρβλ. 61., 4. 108, κτλ. 5) ἐς ὀλίγον, ὡς τὸ παρ’ ὀλίγον, παρὰ μικρόν, μικροῦ [[δεῖν]] …, ἐς ὀλίγον ἀφίκετο τοῦ νικηθῆναι ὁ αὐτ. 4. 129. 6) ἐπ’ ὀλίγον, «δι’ ὀλίγον καιρόν», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 5, 1, Ἡρῳδιαν., κτλ. 7) κατ’ ὀλίγον, «ὀλίγον κατ’ ὀλίγον», Θουκ. 1. 69, Πλάτ. Τίμ. 85D, Λουκ. Τίμ. 4, κτλ.· ἀλλὰ τὸ ἐπίθετ. [[συχνάκις]] λαμβάνει τὸ γένος καὶ τὸν ἀριθμὸν τοῦ οὐσιαστικοῦ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, κατ’ ὀλίγους Ἡρόδ. 2. 93., 8. 113· οὗτοι κατ’ ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο, ὀλίγοι [[ἑκάστοτε]], κατὰ μικρὰς ὁμάδας, ὁ αὐτ. 9. 102, πρβλ. Θουκ. 4. 10, Πλάτ. Θεαίτ. 197D. 8) μετ’ ὀλίγον τούτων, ὀλίγον [[μετὰ]] [[ταῦτα]] …, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 2. 9) παρ’ ὀλίγον, ὡς τὸ ὀλίγου, «ὀλίγον ἔλειψε να …», [[σχεδόν]], Εὐρ. Ι. Τ. 872· παρ’ ὀλίγον ἦλθε τοῦ μὴ ἐκπεσεῖν Πολύβ. 2. 55, 4, πρβλ. 18. 29, 12· - [[ἀλλά]], β) παρ’ ὀλίγον ποιοῦμαι, θεωρῶ ὡς μικρᾶς σημασίας καὶ ὀλίγης προσοχῆς ἄξιον, ἴδε παρὰ Γ. Ι. 5. β. 10) σὺν ὀλίγοις = ἐν ὀλίγοις, Πλουτ. Γάλβ. 3· ἴδε ἀνωτ. IV. 3. β. V. Τὸ Ἐπίρρ. [[ὀλίγως]], [[εἶναι]] σπάνιον, καὶ ἀντ’ [[αὐτοῦ]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ ὀλίγον ἢ ὀλίγῳ, οὐκ [[ὀλίγως]] Ἀνθ. Π. 12. 205. VI. Βαθμοὶ παραθέσεως: 1) τὸ συγκριτικὸν συνήθως ἀναπληροῦται διὰ τοῦ [[μείων]], [[ἥσσων]] ἢ [[ἐλάσσων]]· ὁ [[τύπος]] [[ὀλίζων]], ον, γεν. ονος, ἐσχηματισμένος κατὰ τὸ μείζων, ([[μέγας]]), ἐν χρήσει ἀείποτε ἐπὶ σμικρότητος ἀπαντᾷ [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς, Καλλ. εἰς Δία 71, Νικ. Θηρ. 372, Ἀνθ. Π. 9. 521· ἀλλ’ ἀνεγνώσθη ἤδη, τοῖσι ... ὀλείζοσι (οὕτω) μυστηρίοις ἐν παλαιᾷ τινι Ἀττ. ἐπιγραφῇ, (Ἐπιγρ. Βρετ. Μουσ. 2Β. 34), πρβλ. [[ὀλείζων]]· καὶ τὸ σύνθετ. ὑπολίζοντες ἀπαντᾶ ἐν Ἰλ. Σ. 519 ἀντὶ τοῦ ὀλίζωνες, ἐν Νικ. Θ. 123, ὁ Bentl. ἀναγινώσκει [[ὀλιζότερος]], ὡς ἐν Ἀλεξιφ. 479, Ὀππ. Κυν. 3. 65, 394· - ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] ὀλιγώτερος πρῶτον παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 2. 42., 6. 51. 2) Ὑπερθ. [[ὀλίγιστος]], -η, -ον, (ἐσχηματισμένον κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὰ κάκιστος, [[φίλιστος]], κτλ.), ἀείποτε ἐπὶ ἀριθμοῦ ἢ ποσότητος, Ἰλ. Τ. 223, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 721· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., ὡς Ἀριστοφ. Βάτρ. 115, Πλ. 628, Πλάτ. Πολ. 473Β, κ. ἀλλ. - ὀλιγίστου, ὑπερθ. τοῦ ὀλίγου, (πρβλ. IV. 1), «παρὰ μικρόν», Φώτ. Ἡσύχ.· - ὀλίγιστον ἢ τὸ ὀλίγιστον, ὡς Ἐπίρρ., Λατ. minime, Πλάτ. Πολ. 587Β, Παρμ. 149Α· ὡς ὀλίγιστα Γοργ. 510Ε, Νόμ. 953Α· οὕτω, δι’ ὀλιγίστων ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 351D· (Πρὸς τὰ ὀλίγος, ὀλίζων (δηλ. ὀλιγίων), ὀλιγοστός, ὀλιγάκις, πρβλ. Σανσκρ. liś, liś-yê (parvus fio), leś-as (ἐπίθετ. parvus, paucus)· Ἀρχ. Πρωσσ. lik-rets, (ὀλίγον)· ἄρα τὸ ὀ- [[εἶναι]] εὐφων., καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει λιζὸν ([[γραπτέον]] λίζον) = ἔλαττον, λιζῶνες, λίζονες;) = ἐλάττονες. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> <b>1</b> peu <i>en parl. du nombre ou de la quantité</i> : ὀλίγοι τινές XÉN qqes-uns en petit nombre ; <i>abs.</i> [[οἱ]] ὀλίγοι, les oligarques <i>litt.</i> le petit nombre d’hommes qui détiennent le pouvoir ; avec l’inf. trop peu pour, <i>etc.</i><br /><b>2</b> <i>en parl. de la grandeur</i> petit ; <i>en gén.</i> peu considérable : [[ὀλίγον]] [[οὐδέν]] THC rien de petit;<br /><b>II.</b> <i>adv. neutre</i> • [[ὀλίγον]], peu, un peu, <i>avec un Cp.</i> : [[ὀλίγον]] ἦσσον OD un peu moins ; [[οὐκ]] [[ὀλίγον]] [[φέρτερος]] IL beaucoup plus fort <i>litt.</i> non peu supérieur : [[ὀλίγον]] [[τι]] [[πρότερον]] HDT peu avant ; [[ὀλίγον]] [[ὕστερον]] XÉN peu après;<br /><i>Locut. adv.</i><br /><b>1</b> <i>avec idée de quantité</i> • ὀλίγου, pour un peu, presque, environ ; παρ’ [[ὀλίγον]], peu s’en faut, presque ; <i>avec le gén.</i> : ὀλίγου [[δεῖν]] <i>ou</i> ὀλίγου [[δέω]] avec l’inf. ; <i>de même</i>, [[ὀλίγον]] ἀφίκετο νικηθῆναι THC il s’en fallut de peu qu’il ne fût vaincu ; ὀλίγου (<i>ou</i> ὀλίγῳ) [[ἐς]] χιλίους THC environ mille;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> • [[ἐν]] ὀλίγω, en peu de temps, pour peu de temps ; • [[ἐξ]] ὀλίγου, depuis peu, soudain ; • δι’ ὀλίγου, pendant un court espace de temps, en peu de temps;<br /><b>3</b> <i>avec idée de degré</i> • κατ’ [[ὀλίγον]], peu à peu, insensiblement ; <i>au plur.</i> : [[οὗτοι]] κατ’ ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο HDT ils combattaient n’étant encore que peu nombreux et dispersés;<br /><b>4</b> <i>avec idée de quantité</i> • [[ἐν]] ὀλίγοις, parmi peu, pour marquer l’idée d’une chose remarquable;<br /><i>Cp.</i> ὀλιγώτερος, <i>Sp.</i> [[ὀλίγιστος]].<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Λικ, être petit. | |||
}} | }} |