3,274,399
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμῑλητός''': -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. [[θράσος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 189. | |lstext='''ὁμῑλητός''': -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. [[θράσος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 189. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />avec qui l’on peut lier commerce, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμιλέω]]. | |||
}} | }} |