Anonymous

ὁμιλητός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμῑλητός''': -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. [[θράσος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 189.
|lstext='''ὁμῑλητός''': -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. [[θράσος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 189.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />avec qui l’on peut lier commerce, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμιλέω]].
}}
}}