3,274,399
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅπλον''': τό, [[ἐργαλεῖον]], τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τά: [[ἔντεα]], τεύχεα· (πιθαν. ἐκ τοῦ ἕπω, ὃ ἴδε). Ι. τὰ τῆς νεὼς ὅπλα, σκεύη ἢ ὁπλίσματα, [[ἐξάρτια]], ἄρμενα πλοίου, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), πάντα δ᾿ ἐν αὐτῇ (δηλ. τῇ νηῒ) ὅπλ᾿ ἐτίθει, τὰ τε [[νῆες]] ἐΰσελμοι φορέουσιν, «ὅρα ὅτι ὅπλα [[κἀνταῦθα]] λέγει τὴν σκευὴν τῆς νεὼς» (Εὐστ.), Β. 390, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 625· ἰδίως τὰ σχοινία, καλῴδια, κτλ., δησάμενοι δ᾿ ἄρα ὅπλα Ὀδ. Β. 430, κτλ.· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας ὁ Ὅμηρ. χρῆται δὶς τῷ ἑνικῷ, [[καλῴδιον]], Ξ. 346, Φ. 390· ― [[καθόλου]], πᾶν [[εἶδος]] σχοινίου, Ἡρόδ. 9. 115, πρβλ. 7. 25. ΙΙ. τὰ [[κυρίως]] καλούμενα ἐργαλεῖα, παρ᾿ Ὁμήρῳ ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐργαλείων τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 409, 412· πλῆρες: ὅπλα χαλκήια Ὀδ. Γ. 433· ― ἐν τῷ ἑνικ., [[ὅπλον]] ἀρούρης, [[δρέπανον]], Ἀνθ. Π. 6. 95· [[ὅπλον]] γεροντικόν, [[βακτηρία]], Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7· δείπνων [[ὅπλον]] ἑτοιμότατον, ἐπὶ οἰνοδόχου ἀγγείου, Ἀνθ. Π. 6. 248. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., [[ὡσαύτως]], ὅπλα πολεμικά, [[ὁπλισμός]], [[πανοπλία]], Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] πάνθ᾿ ὅπλα [[κάμε]], ἐπὶ τῶν ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως, Σ. 612, πρβλ. Τ. 21· ὅπλοισιν ἐνὶ δεινοῖσιν ἑδύτην Κ. 254, 272· [[οὕτως]] ἐν Πινδ. Ν. 8. 47, Τραγ., κλ.· ― σπανίως καθ᾿ ἑνικ., «[[ὅπλον]]», [[οὔτε]] τι ἀρήιον [[ὅπλον]] ἐκτέαται Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 174, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 161, 570, 942, Πλάτ. Πολ. 474Α, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 15· [[ποτὶ]] πονηρὸν οὐκ ἄχρηστον [[ὅπλον]] ἡ [[πονηρία]] Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 21Ε· [[μέρος]] τοῦ ὁπλισμοῦ, Διόδ. 3. 49. 2) παρὰ τοῖς Ἱστορικοῖς [[ὅπλον]] συνήθως ἐσήμαινε τὴν μεγάλην ἀσπίδα, ἐξ ἧς οἱ [[βαρέως]] ὡπλισμένοι πολεμισταὶ ἔλαβον τὸ [[ὄνομα]] ὁπλῖται (τῆς γραπτῆς εἰκόνος ἐν ὅπλῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 27, πρβλ. Θουκ. 7. 75, Διόδ. 15. 44., 47. 18)· μεταφορ., τῆς πενίας [[ὅπλον]] [[παρρησία]] Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 5· [[ὅπλον]] μέγιστον .. ἁρετὴ βροτοῖς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 433, πρβλ. 619· ― ἀκολούθως, 3) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], βαρέα ὅπλα, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. ὅπλων [[ἐπιστάτης]], = [[ὁπλίτης]], ἀντίθετον τῷ κώπης [[ἄναξ]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 379· ὁ [[πόλεμος]] οὐχ ὅπλων τὸ πλέον ἀλλὰ δαπάνης Θουκ. 1. 83· ὅπλα παραδοῦναι ὁ αὐτ. 4. 69· ὅπλα ἀποβάλλειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 27, κτλ.· ― [[ὅθεν]], 4) ὅπλα, ὁπλῖται, πολλῶν μεθ᾿ ὅπλων Σοφ. Ἀντ. 115, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ πεζολόγοις, [[οἷον]], ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσθαι, ἐπιθεωρεῖν τοὺς ὁπλίτας, Θουκ. 4. 74, κτλ.· ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων [[στρατηγός]], ἀντίθετον τῷ: ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, παρὰ Δημ. 238. 13, πρβλ. 265. 8· [[οὕτως]], ὁ στρατ. ὁ ἐπὶ τὰ ὅπλα Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 46, πρβλ. 186. 5) τὰ ὅπλα, [[ὡσαύτως]], ἡ [[θέσις]] τῶν ὅπλων, τὸ [[στρατόπεδον]], Ἡρόδ. 1. 62., 5. 74, Λυσ. 130. 40, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5, κτλ.· ἐκ τῶν ὅπλων προϊέναι Θουκ. 1. 111, πρβλ. 3. 1. β) φράσεις: ἔδυντο τὰ ὅπλα Ἡρόδ. 7. 218, κτλ.· ἐν ὅπλοισι [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 1. 13, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 303, Θουκ., κλ.· ἐν ὅπλοις μάχεσθαι Πλάτ. Γοργ. 456D· ἡ ἐν ὅπλοις [[μάχη]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 833D· εἰς τὰ ὅπλα παραγγέλειν Ξεν. Ἀν. 1. 5. 13· ἐφ᾿ ὅπλοις ἢ παρ᾿ ὅπλοις ἦσθαι Εὐρ. Ἱκέτ. 674, 257· μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 7. 2. 8· ― περὶ τῶν φράσεων: ὅπλα ἀποβάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, κατατίθεσθαι, ἴδε τὰς λέξ.· περὶ δὲ τοῦ ὅπλα τίθεσθαι ἴδε [[τίθημι]] Α. Π. 10. IV. ἐπὶ τῶν ὅπλων ἅ κέκτηνται τὰ ζῷα πρὸς ἄμυναν, [τὸν ἄνθρωπον] ... οὐκ ἔχοντα [[ὅπλον]] πρὸς τὴν ἀλκὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 22, πρβλ. 24, κ. ἀλλ. V. τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Ἡσύχ., Ἀνθ. Πλαν. 242, καὶ (κατὰ τὸν Hemst.) Νικ. παρ᾿ Ἀθην. 683Ε. VI. γυμναστική τις ἄσκησις, ἡ ἐν τοῖς ἀγῶσιν ἐσχάτη, Ἀρτεμίδ. 1. 63. | |lstext='''ὅπλον''': τό, [[ἐργαλεῖον]], τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τά: [[ἔντεα]], τεύχεα· (πιθαν. ἐκ τοῦ ἕπω, ὃ ἴδε). Ι. τὰ τῆς νεὼς ὅπλα, σκεύη ἢ ὁπλίσματα, [[ἐξάρτια]], ἄρμενα πλοίου, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), πάντα δ᾿ ἐν αὐτῇ (δηλ. τῇ νηῒ) ὅπλ᾿ ἐτίθει, τὰ τε [[νῆες]] ἐΰσελμοι φορέουσιν, «ὅρα ὅτι ὅπλα [[κἀνταῦθα]] λέγει τὴν σκευὴν τῆς νεὼς» (Εὐστ.), Β. 390, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 625· ἰδίως τὰ σχοινία, καλῴδια, κτλ., δησάμενοι δ᾿ ἄρα ὅπλα Ὀδ. Β. 430, κτλ.· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας ὁ Ὅμηρ. χρῆται δὶς τῷ ἑνικῷ, [[καλῴδιον]], Ξ. 346, Φ. 390· ― [[καθόλου]], πᾶν [[εἶδος]] σχοινίου, Ἡρόδ. 9. 115, πρβλ. 7. 25. ΙΙ. τὰ [[κυρίως]] καλούμενα ἐργαλεῖα, παρ᾿ Ὁμήρῳ ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐργαλείων τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 409, 412· πλῆρες: ὅπλα χαλκήια Ὀδ. Γ. 433· ― ἐν τῷ ἑνικ., [[ὅπλον]] ἀρούρης, [[δρέπανον]], Ἀνθ. Π. 6. 95· [[ὅπλον]] γεροντικόν, [[βακτηρία]], Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7· δείπνων [[ὅπλον]] ἑτοιμότατον, ἐπὶ οἰνοδόχου ἀγγείου, Ἀνθ. Π. 6. 248. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., [[ὡσαύτως]], ὅπλα πολεμικά, [[ὁπλισμός]], [[πανοπλία]], Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] πάνθ᾿ ὅπλα [[κάμε]], ἐπὶ τῶν ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως, Σ. 612, πρβλ. Τ. 21· ὅπλοισιν ἐνὶ δεινοῖσιν ἑδύτην Κ. 254, 272· [[οὕτως]] ἐν Πινδ. Ν. 8. 47, Τραγ., κλ.· ― σπανίως καθ᾿ ἑνικ., «[[ὅπλον]]», [[οὔτε]] τι ἀρήιον [[ὅπλον]] ἐκτέαται Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 174, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 161, 570, 942, Πλάτ. Πολ. 474Α, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 15· [[ποτὶ]] πονηρὸν οὐκ ἄχρηστον [[ὅπλον]] ἡ [[πονηρία]] Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 21Ε· [[μέρος]] τοῦ ὁπλισμοῦ, Διόδ. 3. 49. 2) παρὰ τοῖς Ἱστορικοῖς [[ὅπλον]] συνήθως ἐσήμαινε τὴν μεγάλην ἀσπίδα, ἐξ ἧς οἱ [[βαρέως]] ὡπλισμένοι πολεμισταὶ ἔλαβον τὸ [[ὄνομα]] ὁπλῖται (τῆς γραπτῆς εἰκόνος ἐν ὅπλῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 27, πρβλ. Θουκ. 7. 75, Διόδ. 15. 44., 47. 18)· μεταφορ., τῆς πενίας [[ὅπλον]] [[παρρησία]] Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 5· [[ὅπλον]] μέγιστον .. ἁρετὴ βροτοῖς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 433, πρβλ. 619· ― ἀκολούθως, 3) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], βαρέα ὅπλα, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. ὅπλων [[ἐπιστάτης]], = [[ὁπλίτης]], ἀντίθετον τῷ κώπης [[ἄναξ]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 379· ὁ [[πόλεμος]] οὐχ ὅπλων τὸ πλέον ἀλλὰ δαπάνης Θουκ. 1. 83· ὅπλα παραδοῦναι ὁ αὐτ. 4. 69· ὅπλα ἀποβάλλειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 27, κτλ.· ― [[ὅθεν]], 4) ὅπλα, ὁπλῖται, πολλῶν μεθ᾿ ὅπλων Σοφ. Ἀντ. 115, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ πεζολόγοις, [[οἷον]], ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσθαι, ἐπιθεωρεῖν τοὺς ὁπλίτας, Θουκ. 4. 74, κτλ.· ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων [[στρατηγός]], ἀντίθετον τῷ: ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, παρὰ Δημ. 238. 13, πρβλ. 265. 8· [[οὕτως]], ὁ στρατ. ὁ ἐπὶ τὰ ὅπλα Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 46, πρβλ. 186. 5) τὰ ὅπλα, [[ὡσαύτως]], ἡ [[θέσις]] τῶν ὅπλων, τὸ [[στρατόπεδον]], Ἡρόδ. 1. 62., 5. 74, Λυσ. 130. 40, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5, κτλ.· ἐκ τῶν ὅπλων προϊέναι Θουκ. 1. 111, πρβλ. 3. 1. β) φράσεις: ἔδυντο τὰ ὅπλα Ἡρόδ. 7. 218, κτλ.· ἐν ὅπλοισι [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 1. 13, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 303, Θουκ., κλ.· ἐν ὅπλοις μάχεσθαι Πλάτ. Γοργ. 456D· ἡ ἐν ὅπλοις [[μάχη]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 833D· εἰς τὰ ὅπλα παραγγέλειν Ξεν. Ἀν. 1. 5. 13· ἐφ᾿ ὅπλοις ἢ παρ᾿ ὅπλοις ἦσθαι Εὐρ. Ἱκέτ. 674, 257· μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 7. 2. 8· ― περὶ τῶν φράσεων: ὅπλα ἀποβάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, κατατίθεσθαι, ἴδε τὰς λέξ.· περὶ δὲ τοῦ ὅπλα τίθεσθαι ἴδε [[τίθημι]] Α. Π. 10. IV. ἐπὶ τῶν ὅπλων ἅ κέκτηνται τὰ ζῷα πρὸς ἄμυναν, [τὸν ἄνθρωπον] ... οὐκ ἔχοντα [[ὅπλον]] πρὸς τὴν ἀλκὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 22, πρβλ. 24, κ. ἀλλ. V. τὸ ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], Ἡσύχ., Ἀνθ. Πλαν. 242, καὶ (κατὰ τὸν Hemst.) Νικ. παρ᾿ Ἀθην. 683Ε. VI. γυμναστική τις ἄσκησις, ἡ ἐν τοῖς ἀγῶσιν ἐσχάτη, Ἀρτεμίδ. 1. 63. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />instrument ; τὰ ὅπλα outillage, appareil ; <i>particul.</i><br /><b>I.</b> <i>t. milit.</i> arme ; τὰ ὅπλα armes, armement, armure : παραγγέλλειν [[εἰς]] τὰ ὅπλα XÉN, κελεύειν ἐπὶ τὰ ὅπλα XÉN appeler aux armes ; [[ἐν]] τοῖς ὅπλοις [[εἶναι]] HDT être sous les armes, être en armes ; τίθεσθαι τὰ ὅπλα, poser les armes pour camper, pour faire halte, pour se ranger ; [[εἰς]] τάξιν τίθεσθαι τὰ ὅπλα XÉN poser les armes pour se ranger ; <i>particul.</i> arme défensive, <i>dans Hérodote et chez les Att.</i> grand bouclier, <i>ou en gén.</i> armes pesantes (bouclier, cuirasse, lance) ; <i>p. suite</i> τὰ ὅπλα, <i>c.</i> [[οἱ]] ὁπλῖται, soldats pesamment armés ; <i>p. ext.</i> lieu où les armes sont rassemblées, <i>càd</i> place d’armes, camp;<br /><b>II.</b> <i>t. de mar.</i> <b>1</b> équipement d’un navire ; τὰ ὅπλα équipement complet, gréement ; <i>particul.</i> cordages ; [[ὅπλον]] un cordage;<br /><b>2</b> câble, amarre;<br /><b>III.</b> outil d’artisan.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἕπω]]. | |||
}} | }} |