3,274,408
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθοστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) ὁ [[ὄρθιος]] ἱστάμενος· [[ὄρθιος]] [[στῦλος]], [[κίων]] Εὐρ. Ἴων 1134, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 980, Συλλ. Ἐπιγρ. 160a. 60, 3510, καὶ ἴδε Müller Archäol. d. Kunst. § 278. II. [[εἶδος]] πέμματος ἐν χρήσει εἰς ἐπικηδείους προσφοράς, ἐμπύρους τ’ ὀρθοστάτας Εὐρ. Ἑλ. 547. ― [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. Ϛ´, 73 «ὁ γὰρ [[ὀρθοστάτης]] ἱεροῦ ἄρτου [[εἶδος]]». Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29. | |lstext='''ὀρθοστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) ὁ [[ὄρθιος]] ἱστάμενος· [[ὄρθιος]] [[στῦλος]], [[κίων]] Εὐρ. Ἴων 1134, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 980, Συλλ. Ἐπιγρ. 160a. 60, 3510, καὶ ἴδε Müller Archäol. d. Kunst. § 278. II. [[εἶδος]] πέμματος ἐν χρήσει εἰς ἐπικηδείους προσφοράς, ἐμπύρους τ’ ὀρθοστάτας Εὐρ. Ἑλ. 547. ― [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. Ϛ´, 73 «ὁ γὰρ [[ὀρθοστάτης]] ἱεροῦ ἄρτου [[εἶδος]]». Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui se tient droit ; <i>d’où subst.</i> ὁ [[ὀρθοστάτης]] :<br /><b>1</b> colonne;<br /><b>2</b> gâteau qu’on offrait dans les sacrifices funéraires.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} |