3,274,764
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄχλος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, [[πλῆθος]] λαοῦ ἐν κινήσει, ἄτακτον [[πλῆθος]], Πινδ. Π. 4. 150, Αἰσχύλ, κλ.· ἐς ὄχλον ἕρπειν παρθένοισιν οὐ καλὸν Εὐρ. Ὀρ. 108, πρβλ. [[Ἡρακλ]]. 44· ὁ [[ὄχλος]] τῶν στρατιωτῶν, τὸ [[στῖφος]], τὸ [[πλῆθος]] αὐτῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 26, πρβλ. Θουκ. 6. 64, 7. 62· μηδένα ὂ. Πελοποννησίων νεῶν ὁ αὐτ. 2. 88· καὶ ὄχλῳ, καὶ πλήθει ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. 1. 80· ὁ ὃ. ὁ ξενικὸς ὁ αὐτ. 3. 109, πρβλ. 4. 56· οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι, τοιαῦτα ἄτακτα καὶ ἀγύμναστα καὶ [[ἄνευ]] πειθαρχίας πλήθη, 4. 126· ὄχ. [[μᾶλλον]] ἢ στρατὸς Ἡρῳδιαν. 6. 7· ἐπὶ τῶν ἀκολουθούντων τῷ στρατοπέδῳ (μὴ στρατιωτῶν), Ξεν. Ἀν. 3. 4, 29., 4. 3, 26, κτλ. 2) ἐν πολιτικῇ σημασίᾳ, ὁ [[ὄχλος]], τὸ [[πλῆθος]] τῆς κατωτάτης τάξεως τοῦ λαοῦ, Λατ. turba, ἀντίθ. τῷ [[δῆμος]], Θουκ. 7. 8, Πλάτ. Πολιτ. 304C, Νόμ. 707Ε· πρὸς ὄχλον ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 368D· οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄχλου ἰσομοιρίαν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· [[δικαστήριον]] καὶ ἄλλων ὄχλων, καὶ ἄλλων τοῦ λαοῦ συνάξεων, περιφρονητικῶς, Πλάτ. Γοργ. 455Α· (πρβλ. [[ὀχλοκόπος]], [[ὀχλοκρατία]], κτλ.)· - παροιμ., δι’ ὄχλου τοῦτό γε, τοῦτο [[εἶναι]] ἤδη εἰς τὰ στόματα τοῦ ὄχλου, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 10. 3) [[καθόλου]], [[πλῆθος]] οἱουδήποτε πράγματος, ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, τὸ πλῆστον τῶν λόγων, δηλ. τὴν πολυλογίαν ἐάσω, θὰ ἀφήσω κατὰ [[μέρος]], Αἰσχύλ. Πρ. 827· τὸν πλεῖστον ὄχ. τῶν πραχθέντων Ἰσοκρ. 273Β· ὄχ. ἵππων Εὐρ. Ι. Α. 191· [[ἄκριτος]] ἄστρων ὄχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 596· σαρκῶν Πλάτ. Τίμ. 75Ε· - ἐν τῷ πληθ., τὰ πλήθη, [[καχεξία]] τις ὑποδέδυκε τοὺς ὄχλους Δίφιλος ἐν «Γάμῳ» 1, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἐπαγγελλομένῳ» 2, ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. 4· πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 3. ΙΙ. ὁ [[θόρυβος]] καὶ ἡ βοὴ πλήθους ἀνθρώπων, ὁ [[τάραχος]], ἀκολούθως δὲ [[καθόλου]], ὡς τὸ Λατ. turbae, [[ἐνόχλησις]], σχολὴν ὂ, τε μέτριον Εὐρ. Ἴων 635· κτλ.· ὄχλον παρέχειν τινὶ Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 337, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 27, Πλάτ. Φαίδων 84D· δι’ ὄχλου [[εἶναι]], γενέσθαι, [[εἶναι]], γενέσθαι, [[εἶναι]] ἢ γενέσθαι ὀχληρόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 888, Θουκ. 1. 73, Πλάτ. Ἄλκ. 1. 103Α· μάταιον ὄχλον τοὺς λόγους νομίσητε Δημ. 299. 23· οἱ δὲ ἀντιλέγοντες [[ὄχλος]] ἄλλως καὶ [[βασκανία]] κατεφαίνετο ὁ αὐτ. 348. 23. - (Εἶναι μάταιον νὰ παραβάλωμεν αὐτὸ πρὸς τὸ Κρητ. [[πόλχος]] ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐπὶ νομισμάτων, Mionnet. Descr. 2. 269), [[ἐπειδὴ]] ἡ [[σημασία]] [[αὐτοῦ]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]], ἴδε Cur. Gr. Et. σ. 550. Οὔτε τὸ Λατ. voig-us δύναται κατὰ τοὺς κανόνας τῆς ἐναλλαγῆς νὰ [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ ὄχλος. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΕΧ, ἴδε ἐν λ. ἔχω). | |lstext='''ὄχλος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, [[πλῆθος]] λαοῦ ἐν κινήσει, ἄτακτον [[πλῆθος]], Πινδ. Π. 4. 150, Αἰσχύλ, κλ.· ἐς ὄχλον ἕρπειν παρθένοισιν οὐ καλὸν Εὐρ. Ὀρ. 108, πρβλ. [[Ἡρακλ]]. 44· ὁ [[ὄχλος]] τῶν στρατιωτῶν, τὸ [[στῖφος]], τὸ [[πλῆθος]] αὐτῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 26, πρβλ. Θουκ. 6. 64, 7. 62· μηδένα ὂ. Πελοποννησίων νεῶν ὁ αὐτ. 2. 88· καὶ ὄχλῳ, καὶ πλήθει ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. 1. 80· ὁ ὃ. ὁ ξενικὸς ὁ αὐτ. 3. 109, πρβλ. 4. 56· οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι, τοιαῦτα ἄτακτα καὶ ἀγύμναστα καὶ [[ἄνευ]] πειθαρχίας πλήθη, 4. 126· ὄχ. [[μᾶλλον]] ἢ στρατὸς Ἡρῳδιαν. 6. 7· ἐπὶ τῶν ἀκολουθούντων τῷ στρατοπέδῳ (μὴ στρατιωτῶν), Ξεν. Ἀν. 3. 4, 29., 4. 3, 26, κτλ. 2) ἐν πολιτικῇ σημασίᾳ, ὁ [[ὄχλος]], τὸ [[πλῆθος]] τῆς κατωτάτης τάξεως τοῦ λαοῦ, Λατ. turba, ἀντίθ. τῷ [[δῆμος]], Θουκ. 7. 8, Πλάτ. Πολιτ. 304C, Νόμ. 707Ε· πρὸς ὄχλον ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 368D· οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄχλου ἰσομοιρίαν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· [[δικαστήριον]] καὶ ἄλλων ὄχλων, καὶ ἄλλων τοῦ λαοῦ συνάξεων, περιφρονητικῶς, Πλάτ. Γοργ. 455Α· (πρβλ. [[ὀχλοκόπος]], [[ὀχλοκρατία]], κτλ.)· - παροιμ., δι’ ὄχλου τοῦτό γε, τοῦτο [[εἶναι]] ἤδη εἰς τὰ στόματα τοῦ ὄχλου, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 10. 3) [[καθόλου]], [[πλῆθος]] οἱουδήποτε πράγματος, ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, τὸ πλῆστον τῶν λόγων, δηλ. τὴν πολυλογίαν ἐάσω, θὰ ἀφήσω κατὰ [[μέρος]], Αἰσχύλ. Πρ. 827· τὸν πλεῖστον ὄχ. τῶν πραχθέντων Ἰσοκρ. 273Β· ὄχ. ἵππων Εὐρ. Ι. Α. 191· [[ἄκριτος]] ἄστρων ὄχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 596· σαρκῶν Πλάτ. Τίμ. 75Ε· - ἐν τῷ πληθ., τὰ πλήθη, [[καχεξία]] τις ὑποδέδυκε τοὺς ὄχλους Δίφιλος ἐν «Γάμῳ» 1, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἐπαγγελλομένῳ» 2, ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. 4· πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 3. ΙΙ. ὁ [[θόρυβος]] καὶ ἡ βοὴ πλήθους ἀνθρώπων, ὁ [[τάραχος]], ἀκολούθως δὲ [[καθόλου]], ὡς τὸ Λατ. turbae, [[ἐνόχλησις]], σχολὴν ὂ, τε μέτριον Εὐρ. Ἴων 635· κτλ.· ὄχλον παρέχειν τινὶ Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 337, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 27, Πλάτ. Φαίδων 84D· δι’ ὄχλου [[εἶναι]], γενέσθαι, [[εἶναι]], γενέσθαι, [[εἶναι]] ἢ γενέσθαι ὀχληρόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 888, Θουκ. 1. 73, Πλάτ. Ἄλκ. 1. 103Α· μάταιον ὄχλον τοὺς λόγους νομίσητε Δημ. 299. 23· οἱ δὲ ἀντιλέγοντες [[ὄχλος]] ἄλλως καὶ [[βασκανία]] κατεφαίνετο ὁ αὐτ. 348. 23. - (Εἶναι μάταιον νὰ παραβάλωμεν αὐτὸ πρὸς τὸ Κρητ. [[πόλχος]] ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐπὶ νομισμάτων, Mionnet. Descr. 2. 269), [[ἐπειδὴ]] ἡ [[σημασία]] [[αὐτοῦ]] [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]], ἴδε Cur. Gr. Et. σ. 550. Οὔτε τὸ Λατ. voig-us δύναται κατὰ τοὺς κανόνας τῆς ἐναλλαγῆς νὰ [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ ὄχλος. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΕΧ, ἴδε ἐν λ. ἔχω). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> foule :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> foule, multitude d’hommes ; [[οἱ]] ὄχλοι XÉN les assemblées du peuple ; <i>en parl. de soldats</i> masse de troupes;<br /><b>2</b> foule de peuple, foule, multitude, bas peuple, populace ; masse de l’armée <i>p. opp. aux chefs</i>;<br /><b>3</b> multitude d’animaux;<br /><b>4</b> foule de choses (vaisseaux, mots, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> tumulte d’une foule ; embarras causé par la foule ; <i>en gén.</i> embarras, gêne : ὄχλον παρέχειν τινί HDT causer des embarras à qqn ; δι’ ὄχλου εἶναί τινι THC être importun, à charge à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |