Anonymous

παρασκώπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασκώπτω''': [[σκώπτω]] πλαγίως, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 203· π. τι εἴς τινα Πλουτ. Κικ. 38, πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] Δημήτρ. 28, κλ.
|lstext='''παρασκώπτω''': [[σκώπτω]] πλαγίως, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 203· π. τι εἴς τινα Πλουτ. Κικ. 38, πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] Δημήτρ. 28, κλ.
}}
{{bailly
|btext=plaisanter légèrement <i>ou</i> en passant : [[τι]] [[εἴς]] τινα adresser à qqn une plaisanterie légère.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σκώπτω]].
}}
}}