Anonymous

περιπληθής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπληθής''': -ές, ὁ [[παντάπασι]] [[πλήρης]] ἀνθρώπων, [[νῆσος]] Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, [[πλήρης]] ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) [[λίαν]] [[μέγας]], [[ὑπερμεγέθης]], Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. [[πλήρης]] πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ.
|lstext='''περιπληθής''': -ές, ὁ [[παντάπασι]] [[πλήρης]] ἀνθρώπων, [[νῆσος]] Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, [[πλήρης]] ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) [[λίαν]] [[μέγας]], [[ὑπερμεγέθης]], Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. [[πλήρης]] πράγματός τινος, [[μετὰ]] γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> très plein, rempli de ; <i>abs.</i> plein de matière, substantiel (discours);<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> populeux;<br /><b>2</b> grand, gros.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πλῆθος]].
}}
}}