Anonymous

πολυωρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυωρέω''': (ὥρα) ἐκτιμῶ πολύ, [[φροντίζω]] πολύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὀλιγωρέω]]· τινα Διογ. Λ. 6. 9, πρβλ. Διόδ. 18. 65· ἀπολ., παρ’ Αἰσχίν. 8. 5. ― Παθ., πολυωροῦμαι ὑπό τινος, [[λίαν]] τιμῶμαι, ἐκτιμῶμαι ὑπό τινος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυωρεῖ· πολλὴν φροντίδα ποιεῖται. [[ἐναντίον]] δέ ἐστι τὸ ὀλιγωρεῖν, ὀλίγον φροντίζειν. διὸ καὶ τὸν ὀλίγωρον ἀμελῆ λέγουσιν».
|lstext='''πολυωρέω''': (ὥρα) ἐκτιμῶ πολύ, [[φροντίζω]] πολύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὀλιγωρέω]]· τινα Διογ. Λ. 6. 9, πρβλ. Διόδ. 18. 65· ἀπολ., παρ’ Αἰσχίν. 8. 5. ― Παθ., πολυωροῦμαι ὑπό τινος, [[λίαν]] τιμῶμαι, ἐκτιμῶμαι ὑπό τινος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυωρεῖ· πολλὴν φροντίδα ποιεῖται. [[ἐναντίον]] δέ ἐστι τὸ ὀλιγωρεῖν, ὀλίγον φροντίζειν. διὸ καὶ τὸν ὀλίγωρον ἀμελῆ λέγουσιν».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />prendre grand soin de ; respecter, vénérer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ὤρα]].
}}
}}