3,274,313
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειμερῐνός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν χειμῶνα ἢ γινόμενος τὸν χειμῶνα, ἀντίθετον τῷ [[θερινός]], χ. τροπαὶ (ἴδε ἔν λ. τροπὴ Ι)· χειμερινοὶ μῆνες Θουκ. 6. 21· πρὸς ἥλιον τὸν χειμερινὸν Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9· χειμερινὴ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 281, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3 κἐξ.· ὄμβροι Πολύβ. 9. 43, 5· χ. ξυσσίτια Πλάτ. Κριτί. 112Β, πρβλ. 117Β· ἀργυρώματα Ἀθήν. 230D· [[μάχη]] Δημ. 300. 17 [τίνα τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χειμερινὰς τρίχας, τὴν χειμερινὴν αὐτῶν τρίχωσιν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 21· χειμερινὸς [[ὄνειρος]], χειμερινῆς νυκτὸς [[ὄνειρον]], δηλ. [[μακρόν]], Λουκ. Ἐνύπ. 17 ― [[ὡσαύτως]], τὴν χ. (ἐξυπακ. ὥρην), τὴν ἐποχὴν τοῦ χειμῶνος Ἡρόδ. 1. 102· οὕτω, τὰ χειμερινὰ Πλάτ. Νόμ. 683C, 915D. 2) χειμῶνι [[ὅμοιος]], [[ψυχρός]], [[παγετώδης]] (ὅτε ἡ [[σημασία]] πλησιάζει τῇ τῆς λέξ. [[χειμέριος]]), [[χωρίον]] Θουκ. 2. 70, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 1 πρὸς 6. 1 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 332. | |lstext='''χειμερῐνός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν χειμῶνα ἢ γινόμενος τὸν χειμῶνα, ἀντίθετον τῷ [[θερινός]], χ. τροπαὶ (ἴδε ἔν λ. τροπὴ Ι)· χειμερινοὶ μῆνες Θουκ. 6. 21· πρὸς ἥλιον τὸν χειμερινὸν Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9· χειμερινὴ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 281, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3 κἐξ.· ὄμβροι Πολύβ. 9. 43, 5· χ. ξυσσίτια Πλάτ. Κριτί. 112Β, πρβλ. 117Β· ἀργυρώματα Ἀθήν. 230D· [[μάχη]] Δημ. 300. 17 [τίνα τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χειμερινὰς τρίχας, τὴν χειμερινὴν αὐτῶν τρίχωσιν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 21· χειμερινὸς [[ὄνειρος]], χειμερινῆς νυκτὸς [[ὄνειρον]], δηλ. [[μακρόν]], Λουκ. Ἐνύπ. 17 ― [[ὡσαύτως]], τὴν χ. (ἐξυπακ. ὥρην), τὴν ἐποχὴν τοῦ χειμῶνος Ἡρόδ. 1. 102· οὕτω, τὰ χειμερινὰ Πλάτ. Νόμ. 683C, 915D. 2) χειμῶνι [[ὅμοιος]], [[ψυχρός]], [[παγετώδης]] (ὅτε ἡ [[σημασία]] πλησιάζει τῇ τῆς λέξ. [[χειμέριος]]), [[χωρίον]] Θουκ. 2. 70, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 1 πρὸς 6. 1 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 332. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui est de l’hiver, qui se fait pendant l’hiver ; ἡ χειμερινή ([[ὥρη]]) HDT la mauvaise saison ; τὸ χειμερινόν <i>ou</i> τὰ χειμερινά, les brumes d’hiver, le mauvais temps, où règne le mauvais temps.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]]. | |||
}} | }} |