Anonymous

φιάλη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φιάλη''': [ᾰ], ἡ, εὐρὺ καὶ ἀβαθὲς [[ἀγγεῖον]], [[εἶδος]] λέβητος ἐν ᾧ ἐβράζοντο [[ὑγρά]], [[φιάλη]] [[ἀπύρωτος]], [[ἀμεταχείριστος]], διδομένη ὡς [[βραβεῖον]], Ἰλ. Ψ. 270· φ. [[ἀμφίθετος]], ἴδε τὴν λέξ.· κοῖλον [[ἀγγεῖον]] χρησιμεῦον πρὸς ἐναπόθεσιν τῆς τέφρας νεκροῦ, [[αὐτόθι]] 243, 253· ― [[ἀγγεῖον]] μύρου, Ξενοφάν. (Ἐλεγ.) 1. 3. 2) μεθ’ Ὅμ., εὐρὺ καὶ ἀβαθὲς [[ποτήριον]] ἢ λεκάνιον πρὸς πόσιν ἢ πρὸς ἔκχυσιν σπονδῶν, Λατ. patera, φιάλας τε καὶ ἄλλα ἐκπώματα Ἡρόδ. 9. 80, πρβλ. 2. 151., 7. 54· οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν Πίνδ. 1. 6 (5), 40. Ν. 10. 80· ἐκ χρυσοῦ, Ἡρόδ. 2. 151., 7. 54, Πινδ. Ι. 1. 28, Πλάτ., κλπ.· ἐξ ἀργύρου, Πινδ. Ν. 9. 122, Λυσί. 121. 9, κλπ.· πλουσίως εἰργασμένη, Εὐρ. Ἴων 1182, Δημ. 1193, 12· διδομένη ὡς [[δῶρον]], Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσίας 154. 13, κλπ.· ὡς [[ἀνάθημα]], Ἡρόδ. 1. 50· φ. [[μεγάλη]] Πλάτ. Συμπ. 223C· Ξεν. Συμπ. 2. 23· [[οὐδέποτε]] δὲ ὡς [[μέτρον]], Buttm. Lexil. ἐν λ. [[ὑπερφίαλος]] 6. ΙΙ. ὡς ἐκ τοῦ εὐρέος καὶ ἀβαθοῦς σχήματος τοῦ ἀγγείου τούτου Ἄρεος [[φιάλη]] ἐκαλεῖτο κατὰ κωμικὴν μεταφορὰν ἡ [[ἀσπίς]], εἰ τῇ δῆλος φιάλην Ἄρεος, κατὰ Τιμόθεον, [[ξυστόν]] τε [[βέλος]] Ἀντιφάνης ἐν «Καινεῖ» 1, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22, πρβλ. Ἀριστοτ. Ρητ. σ. 3, 11, 11. ΙΙΙ. [[κόσμημα]] κοῖλον ὀροφῆς, Λατ. Iacunar, tectum laqueatum, Διόδ. 3. 47, Ἀγάθαρχ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 65. ― Ὁ [[τύπος]] [[φιέλη]] ἦν ἧττον Ἀττ., Piers εἰς Μοῖριν 390. ([[Κατὰ]] τὸν M. Müller ἐκ τῆς √ΠΙ, πίνω, ὡς εἰ ὁ ἐν ἀρχῇ [[τύπος]] ἦν πιF-άλη, πρβλ. Σανσκρ. pâ-tram ἐκ τοῦ pâ (bibere)· ἀλλ’ ὁ Curt. παρατηρεῖ ὅτι παρ’ Ὁμ. ἡ [[λέξις]] [[οὐδαμοῦ]] σημαίνει [[ἀγγεῖον]] πρὸς πόσιν.
|lstext='''φιάλη''': [ᾰ], ἡ, εὐρὺ καὶ ἀβαθὲς [[ἀγγεῖον]], [[εἶδος]] λέβητος ἐν ᾧ ἐβράζοντο [[ὑγρά]], [[φιάλη]] [[ἀπύρωτος]], [[ἀμεταχείριστος]], διδομένη ὡς [[βραβεῖον]], Ἰλ. Ψ. 270· φ. [[ἀμφίθετος]], ἴδε τὴν λέξ.· κοῖλον [[ἀγγεῖον]] χρησιμεῦον πρὸς ἐναπόθεσιν τῆς τέφρας νεκροῦ, [[αὐτόθι]] 243, 253· ― [[ἀγγεῖον]] μύρου, Ξενοφάν. (Ἐλεγ.) 1. 3. 2) μεθ’ Ὅμ., εὐρὺ καὶ ἀβαθὲς [[ποτήριον]] ἢ λεκάνιον πρὸς πόσιν ἢ πρὸς ἔκχυσιν σπονδῶν, Λατ. patera, φιάλας τε καὶ ἄλλα ἐκπώματα Ἡρόδ. 9. 80, πρβλ. 2. 151., 7. 54· οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν Πίνδ. 1. 6 (5), 40. Ν. 10. 80· ἐκ χρυσοῦ, Ἡρόδ. 2. 151., 7. 54, Πινδ. Ι. 1. 28, Πλάτ., κλπ.· ἐξ ἀργύρου, Πινδ. Ν. 9. 122, Λυσί. 121. 9, κλπ.· πλουσίως εἰργασμένη, Εὐρ. Ἴων 1182, Δημ. 1193, 12· διδομένη ὡς [[δῶρον]], Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσίας 154. 13, κλπ.· ὡς [[ἀνάθημα]], Ἡρόδ. 1. 50· φ. [[μεγάλη]] Πλάτ. Συμπ. 223C· Ξεν. Συμπ. 2. 23· [[οὐδέποτε]] δὲ ὡς [[μέτρον]], Buttm. Lexil. ἐν λ. [[ὑπερφίαλος]] 6. ΙΙ. ὡς ἐκ τοῦ εὐρέος καὶ ἀβαθοῦς σχήματος τοῦ ἀγγείου τούτου Ἄρεος [[φιάλη]] ἐκαλεῖτο κατὰ κωμικὴν μεταφορὰν ἡ [[ἀσπίς]], εἰ τῇ δῆλος φιάλην Ἄρεος, κατὰ Τιμόθεον, [[ξυστόν]] τε [[βέλος]] Ἀντιφάνης ἐν «Καινεῖ» 1, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22, πρβλ. Ἀριστοτ. Ρητ. σ. 3, 11, 11. ΙΙΙ. [[κόσμημα]] κοῖλον ὀροφῆς, Λατ. Iacunar, tectum laqueatum, Διόδ. 3. 47, Ἀγάθαρχ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 65. ― Ὁ [[τύπος]] [[φιέλη]] ἦν ἧττον Ἀττ., Piers εἰς Μοῖριν 390. ([[Κατὰ]] τὸν M. Müller ἐκ τῆς √ΠΙ, πίνω, ὡς εἰ ὁ ἐν ἀρχῇ [[τύπος]] ἦν πιF-άλη, πρβλ. Σανσκρ. pâ-tram ἐκ τοῦ pâ (bibere)· ἀλλ’ ὁ Curt. παρατηρεῖ ὅτι παρ’ Ὁμ. ἡ [[λέξις]] [[οὐδαμοῦ]] σημαίνει [[ἀγγεῖον]] πρὸς πόσιν.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> vase, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> pour faire bouillir un liquide;<br /><b>2</b> phiale, <i>sorte de coupe sans pied ni anse, utilisée en gén. dans les sacrifices, les libations</i>;<br /><b>3</b> urne funéraire;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> bouclier.<br />'''Étymologie:''' d’ord. rattaché à la R. Πι, boire.
}}
}}