3,273,724
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑσμίνη''': [ῑ], ἡ, Ἐπικ. [[ὄνομα]], [[μάχη]], [[ἀγών]], κατὰ κρατερὴν ὑσμ. Ἰλ. Ε. 84, κλπ.· κατὰ κρατερὰς ὑσμ. [[αὐτόθι]] 200· ἐν σταδίῃ ὑσμ., Ν. 314· ἐν ὑσμ. δηιοτῆτος Υ. 245· πρώτῃ ἐν ὑσμ., ἐν τῇ πρώτῃ γραμμῇ τῆς μάχης, Ο. 340· ὑσμίνηνδε, εἰς τὴν μάχην, Β. 477· ― ἐν Β. 863, Θ. 56, ὑπάρχει κατὰ μεταπλασμὸν Ἐπικ. δοτ. ὑσμῖνι ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ὑσμὶν ἢ ὑσμίς. (Πρβλ. Σανσκρ. yudh, yudh-yè (pugno), yudh (pugnator), yudh-mas (pugna)· Ζενδ. yud (pugna).) | |lstext='''ὑσμίνη''': [ῑ], ἡ, Ἐπικ. [[ὄνομα]], [[μάχη]], [[ἀγών]], κατὰ κρατερὴν ὑσμ. Ἰλ. Ε. 84, κλπ.· κατὰ κρατερὰς ὑσμ. [[αὐτόθι]] 200· ἐν σταδίῃ ὑσμ., Ν. 314· ἐν ὑσμ. δηιοτῆτος Υ. 245· πρώτῃ ἐν ὑσμ., ἐν τῇ πρώτῃ γραμμῇ τῆς μάχης, Ο. 340· ὑσμίνηνδε, εἰς τὴν μάχην, Β. 477· ― ἐν Β. 863, Θ. 56, ὑπάρχει κατὰ μεταπλασμὸν Ἐπικ. δοτ. ὑσμῖνι ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ὑσμὶν ἢ ὑσμίς. (Πρβλ. Σανσκρ. yudh, yudh-yè (pugno), yudh (pugnator), yudh-mas (pugna)· Ζενδ. yud (pugna).) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />combat, mêlée : ὑσμίνην ἀρτύνειν IL engager le combat ; πρώτῃ [[ἐν]] ὑσμίνῃ IL au premier rang des combattants.<br />'''Étymologie:''' cf. R. <i>skr.</i> Yudh « combattre ». | |||
}} | }} |