Anonymous

πομπή: Difference between revisions

From LSJ
1,073 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πομπή''': ἡ, ([[πέμπω]]) [[ὁδηγία]], συνοδεία, θεῶν ὑπ’ ἀμύμονι πομπῇ Ἰλ. Ζ. 171· [[οὔτε]] θεῶν π. [[οὔτε]] θνητῶν ἀνθρώπων Ὀδ. Ε. 32· [[δόμεναι]] π. Ι. 518· πομπᾷ Διὸς ξενίου Αἰσχύλ. Ἀγ. 748· [[οὐρία]] π., ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, Εὐρ. Ι. Α. 352· [[ὡσαύτως]], ἀνταίαν πνεῦσαι π. [[αὐτόθι]] 1324· οὕτω βραδύτερον ἐν τῷ πληθ., Ἀπολλωνίαις πομπαῖς Πινδ. Π. 5. 122· Ζεφύροιο πομπαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 42· βασιλέως ὑπὸ πομπαῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 58, κτλ. β) συγκεκριμ., συνοδεία, οἱ συνοδεύοντες, ὑπ’ εὔφρονι πομπᾷ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1034, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 352, κτλ. 2) τὸ προπέμπειν ἢ πέμπειν τινὰ εἰς τὴν πατρίδα, [[ἔπειτα]] δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα Ὀδ. Η. 191, πρβλ. Θ. 545, κτλ.· [[ὄφρα]] τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς Ζ. 290· τεύχειν πομπήν τινι Κ. 18, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 292. 3) τὸ πέμπειν, ἀποστέλλειν, θεοῦ τινος πομπῇ, κατ’ ἀποστολὴν θεοῦ τινος, ἐπὶ ὀνείρου, Ἡρόδ. 7. 16, 2, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 383Α· κατὰ σημείων πομπὰς [[αὐτόθι]] 382Ε· [[ἁπλῶς]], [[ἀποστολή]], ξύλων Θουκ. 4. 108. 4) θείῃ πομπῇ Ἡρόδ. 1. 62., 3. 77, κτλ.· πρβλ. συναλλαγὴ ΙΙ. ΙΙ. δημοτελὴς [[πομπή]], Λατ. pompa, ὑπὸ πομπῆς, ἐν πομπῇ, Ἡρόδ. 2. 45· σὺν πομπῇ 7. 197· πομπὴν πέμπειν 5. 56, Ἀριστοφ. Ὄρν. 849, Θουκ. 6. 56· τινι, εἰς τιμὴν θεοῦ τινος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 247· μήλων κνισάεσσα [[πομπή]], τὰ κρέατα τῶν πρὸς θυσίαν σφαγέντων προβάτων φερόμενα ἐν πομπῇ, Πινδ. Ο. 7. 145· τὰς πομπὰς πέμπουσιν (πρβλ. [[πέμπω]] ΙΙΙ) Δημ. 47· 14· ― ἐν Ρώμῃ, θριαμβευτικὴ [[πομπή]], Πολύβ., κλπ. 2) [[τείνω]] π., ὁδηγῶ μακρὰν πομπὴν ἐπὶ ἐκστρατείας, Αἰσχύλ. Θήβ. 613, Εὐρ. Ρῆσ. 229. 3) μεταφορ., πομπώδης [[ἐπίδειξις]], εἰς πομπὴν καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν Πλάτ. Ἀξίοχ. 369D. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἀμμώνιον: «πομπὴ καὶ [[πομπεία]] διαφέρει· πομπὴ μὲν γάρ, ἣν τοῖς θεοῖς πέμπουσι· [[πομπεία]] δὲ ἡ [[λοιδορία]]».
|lstext='''πομπή''': ἡ, ([[πέμπω]]) [[ὁδηγία]], συνοδεία, θεῶν ὑπ’ ἀμύμονι πομπῇ Ἰλ. Ζ. 171· [[οὔτε]] θεῶν π. [[οὔτε]] θνητῶν ἀνθρώπων Ὀδ. Ε. 32· [[δόμεναι]] π. Ι. 518· πομπᾷ Διὸς ξενίου Αἰσχύλ. Ἀγ. 748· [[οὐρία]] π., ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, Εὐρ. Ι. Α. 352· [[ὡσαύτως]], ἀνταίαν πνεῦσαι π. [[αὐτόθι]] 1324· οὕτω βραδύτερον ἐν τῷ πληθ., Ἀπολλωνίαις πομπαῖς Πινδ. Π. 5. 122· Ζεφύροιο πομπαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 42· βασιλέως ὑπὸ πομπαῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 58, κτλ. β) συγκεκριμ., συνοδεία, οἱ συνοδεύοντες, ὑπ’ εὔφρονι πομπᾷ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1034, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 352, κτλ. 2) τὸ προπέμπειν ἢ πέμπειν τινὰ εἰς τὴν πατρίδα, [[ἔπειτα]] δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα Ὀδ. Η. 191, πρβλ. Θ. 545, κτλ.· [[ὄφρα]] τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς Ζ. 290· τεύχειν πομπήν τινι Κ. 18, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 292. 3) τὸ πέμπειν, ἀποστέλλειν, θεοῦ τινος πομπῇ, κατ’ ἀποστολὴν θεοῦ τινος, ἐπὶ ὀνείρου, Ἡρόδ. 7. 16, 2, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 383Α· κατὰ σημείων πομπὰς [[αὐτόθι]] 382Ε· [[ἁπλῶς]], [[ἀποστολή]], ξύλων Θουκ. 4. 108. 4) θείῃ πομπῇ Ἡρόδ. 1. 62., 3. 77, κτλ.· πρβλ. συναλλαγὴ ΙΙ. ΙΙ. δημοτελὴς [[πομπή]], Λατ. pompa, ὑπὸ πομπῆς, ἐν πομπῇ, Ἡρόδ. 2. 45· σὺν πομπῇ 7. 197· πομπὴν πέμπειν 5. 56, Ἀριστοφ. Ὄρν. 849, Θουκ. 6. 56· τινι, εἰς τιμὴν θεοῦ τινος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 247· μήλων κνισάεσσα [[πομπή]], τὰ κρέατα τῶν πρὸς θυσίαν σφαγέντων προβάτων φερόμενα ἐν πομπῇ, Πινδ. Ο. 7. 145· τὰς πομπὰς πέμπουσιν (πρβλ. [[πέμπω]] ΙΙΙ) Δημ. 47· 14· ― ἐν Ρώμῃ, θριαμβευτικὴ [[πομπή]], Πολύβ., κλπ. 2) [[τείνω]] π., ὁδηγῶ μακρὰν πομπὴν ἐπὶ ἐκστρατείας, Αἰσχύλ. Θήβ. 613, Εὐρ. Ρῆσ. 229. 3) μεταφορ., πομπώδης [[ἐπίδειξις]], εἰς πομπὴν καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν Πλάτ. Ἀξίοχ. 369D. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἀμμώνιον: «πομπὴ καὶ [[πομπεία]] διαφέρει· πομπὴ μὲν γάρ, ἣν τοῖς θεοῖς πέμπουσι· [[πομπεία]] δὲ ἡ [[λοιδορία]]».
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action d’envoyer :<br /><b>1</b> envoi : πομπὴ ξύλων THC livraison de bois;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> impulsion, inspiration;<br /><b>3</b> renvoi (dans les foyers) ; retour dans la patrie : [[δόμεναι]] πομπήν OD donner un heureux retour ; <i>en gén.</i> trajet, voyage;<br /><b>II.</b> action de reconduire <i>ou</i> d’escorter :<br /><b>1</b> escorte, conduite ; <i>avec idée de protection</i> [[θεῶν]] ὑπὸ πομπῇ IL sous la conduite <i>ou</i> sous la protection des dieux ; <i>en parl. du vent pour la navigation</i> οὐρία [[πομπή]] EUR vent favorable ; <i>invers.</i> ἀνταία [[πομπή]] EUR vent contraire ; [[αἱ]] πομπαί les gens qui accompagnent, escorte ; πομπὴν μετ’ ἀσφαλείας παρασχεῖν PLUT fournir une escorte avec un sauf-conduit;<br /><b>2</b> procession religieuse, pompe solennelle : πομπὴν πέμπειν THC mener une procession, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[πέμπω]].
}}
}}